Τι σημαίνει το come with στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης come with στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του come with στο Αγγλικά.

Η λέξη come with στο Αγγλικά σημαίνει έρχομαι μαζί με κπ, συνεπάγομαι, συνοδεύομαι από κτ, αρρωσταίνω, ξεστομίζω, λανσάρω, βρίσκω, βρίσκω, έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο, εκτίθεμαι σε κάτι, γνωρίζω, συναντώ κάποιον, συμφωνώ, συμφωνώ, καταλαβαίνω, κατανοώ, τα καταφέρνω με κτ, αποδέχομαι, αποδέχομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης come with

έρχομαι μαζί με κπ

(accompany)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm leaving now. Are you going to come with me or not?
Φεύγω τώρα. Θα με συνοδεύσεις ή όχι;

συνεπάγομαι

(informal (entail, necessitate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Success comes with hard work.
Η επιτυχία συνεπάγεται σκληρή δουλειά.

συνοδεύομαι από κτ

(informal (be accompanied by)

Does the hamburger come with fries?
Αυτό το χάμπουργκερ συνοδεύεται από πατάτες;

αρρωσταίνω

(figurative, informal (fall ill)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I've just come down with a cold.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η γιαγιά μου αρρώστησε από μια περίεργη ασθένεια και κανείς δεν μπόρεσε να βγάλει διάγνωση.

ξεστομίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (say, utter) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I couldn't believe she came out with that remark.
Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ξεστόμισε αυτό το σχόλιο.

λανσάρω

phrasal verb, transitive, inseparable (introduce: new product)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company has come out with a new miracle drug.
Η εταιρεία λανσάρω ένα νέο θαυματουργό φάρμακο.

βρίσκω

(informal (devise, invent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll have to come up with a plan.
Θα πρέπει να καταστρώσω ένα σχέδιο.

βρίσκω

(informal (deliver, produce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you be able to come up with the cash by the end of the month?
Θα μπορέσεις βρεις να τα χρήματα μέχρι το τέλος του μήνα;

έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο

verbal expression (literal, figurative (be confronted by, meet [sb], [sth]) (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I knew that at some point, I would have to come face to face with my ex.

εκτίθεμαι σε κάτι

verbal expression (be exposed to: [sth] harmful)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I phoned the doctor as soon as I found out I had come in contact with someone who had Swine Flu.
Τηλεφώνησα στη γιατρό μόλις ανακάλυψα ότι είχα εκτεθεί στον ιό της γρίπης των χοίρων μετά από την επαφή μου με κάποιον που είχε προσβληθεί από αυτή.

γνωρίζω, συναντώ κάποιον

verbal expression (meet: [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμφωνώ

verbal expression (resolve a dispute)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It was a long hard battle but we finally came to an agreement with each other.
Ήταν μια μακριά και δύσκολη μάχη, αλλά τελικά ήρθαμε σε συμφωνία μεταξύ μας.

συμφωνώ

verbal expression (agree to terms)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I came to an agreement with my ex-wife that I would watch the kids on the weekends.
Ήρθα σε συμφωνία με την πρώην σύζυγό μου. Θα παίρνω τα παιδιά τα Σαββατοκύριακα.

καταλαβαίνω, κατανοώ

verbal expression (informal, figurative (understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
One must read a work of philosophy several times in order to come to grips with it.
Τα φιλοσοφικά έργα πρέπει να τα διαβάσει κανείς πολλές φορές για να τα καταλάβει.

τα καταφέρνω με κτ

verbal expression (informal, figurative (master)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When I had finally come to grips with algebra, I began to learn calculus.

αποδέχομαι

verbal expression (informal, figurative (deal with, accept)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was difficult to come to grips with my parents' tragic deaths.

αποδέχομαι

verbal expression (figurative (accept)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It took Rich years to come to terms with the death of his father.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του come with στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του come with

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.