Τι σημαίνει το come out στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης come out στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του come out στο Αγγλικά.

Η λέξη come out στο Αγγλικά σημαίνει βγαίνω, βγαίνω έξω, αποκαλύπτω ότι είμαι ομοφυλόφιλος, βγαίνω, δημοσιεύομαι, βγαίνω, δημοσιεύομαι, εμφανίζομαι, φανερώνομαι, αφαιρούμαι, βγαίνω, βγαίνω, ξεστομίζω, λανσάρω, ανακοινώνω πως είμαι γκέι, τα καταφέρνω, κερδίζω, νικώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης come out

βγαίνω

phrasal verb, intransitive (emerge)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Come out of the shadows and stand here in the light where I can see you.
Βγες από τις σκιές και στάσου εδώ στο φως όπου μπορώ να σε δω.

βγαίνω έξω

phrasal verb, intransitive (go outside)

Did you ask your mom if you can come out and play?
Ρώτησες τη μαμά σου αν μπορείς να βγεις έξω να παίξεις;

αποκαλύπτω ότι είμαι ομοφυλόφιλος

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (announce you are gay)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After college, Luke decided to come out to his parents.
Μετά το πανεπιστήμιο ο Λουκ αποφάσισε να αποκαλύψει στους γονείς του ότι είναι ομοφυλόφιλος.

βγαίνω, δημοσιεύομαι

phrasal verb, intransitive (informal (book: be published) (για βιβλία, ταινίες)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His new novel comes out this autumn.
Το νέο του μυθιστόρημα θα δημοσιευθεί το φθινόπωρο.

βγαίνω

phrasal verb, intransitive (movie: be released) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In France, new films come out on a Wednesday.

δημοσιεύομαι

phrasal verb, intransitive (informal (facts, news: be made public) (για γεγονότα, ειδήσεις)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If news of the affair comes out he will be ruined.
Αν δημοσιευτούν ειδήσεις για τον ερωτικό δεσμό, θα καταστραφεί.

εμφανίζομαι, φανερώνομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (emerge) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bears generally come out of hibernation in the Spring.
Οι αρκούδες γενικά βγαίνουν από τη χειμερία νάρκη την άνοιξη.

αφαιρούμαι, βγαίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (costs: be subtracted)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cost of that broken lamp is going to come out of your pay check.
Το κόστος για αυτή τη σπασμένη λάμπα θα καλυφθεί αφού το σχετικό ποσό αφαιρεθεί από τον μισθό σου.

βγαίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (result) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let's hope that something good can come out of this.
Ας ελπίσουμε ότι απ' αυτό θα βγει κάτι καλό.

ξεστομίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (say, utter) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I couldn't believe she came out with that remark.
Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ξεστόμισε αυτό το σχόλιο.

λανσάρω

phrasal verb, transitive, inseparable (introduce: new product)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company has come out with a new miracle drug.
Η εταιρεία λανσάρω ένα νέο θαυματουργό φάρμακο.

ανακοινώνω πως είμαι γκέι

verbal expression (figurative, dated (announce that you are gay)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He only came out of the closet when he was 34.

τα καταφέρνω

verbal expression (figurative, informal (succeed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I think he's smart enough to overcome his disability and come out on top.
Νομίζω πως είναι αρκετά έξυπνος για να ξεπεράσει την αναπηρία του και να τα καταφέρει.

κερδίζω, νικώ

verbal expression (figurative, informal (win)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We've got some talented footballers in our team; I'm confident we'll come out on top.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του come out στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του come out

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.