Τι σημαίνει το land στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης land στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του land στο Αγγλικά.

Η λέξη land στο Αγγλικά σημαίνει στεριά, ξηρά, γη, έδαφος, γη, γη, τόπος, προσγειώνω, προσεδαφίζω, προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι, καταφθάνω, προσγειώνομαι, χώρα, της γης, προσγειώνομαι, προσγειώνομαι, φτάνω, ξεφορτώνω, πετυχαίνω, πιάνω, έχω, επιπλήττω, καταλήγω, καλλιεργήσιμη έκταση, ερημότοπος, ρεματιά, από ξηράς, νεφελοκοκκυγία, ορτυκομάνα, κάνω αναγκαστική προσγείωση, κάνω αναγκαστική προσγείωση, στεριά, έδαφος σε περίοδο αγρανάπαυσης, αποκτώ αίσθηση, Στεριά!, αγρότισσα, κρατική παροχή γης, επιφάνεια εδάφους, νάρκη, ναρκοθέτηση, η Γη της Επαγγελίας, η γη της επαγγελίας, αναδασμός της γης, δικαίωμα επί της γης, γαιοκτησία, χερσαίος πόλεμος, εχθροπραξίες στην ξηρά, σταθερή γραμμή, περιοχή όπου έχει πρόσβαση το κοινό, η πλευρά προς τη στεριά, η πλευρά προς τη γη, τοπογραφία, γενέτειρα,πατρίδα, Χώρα του Ποτέ, ουδέτερη ζώνη, ερημιά, στη στεριά, στην ξηρά, στην ξηρά,στη στεριά, μεγάλη έκταση γης, βοσκότοπος, κομμάτι γης, η Γη της Επαγγελίας, η γη της Επαγγελίας, τοπογράφος, ο κόσμος των ονείρων, παρθένος τόπος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης land

στεριά, ξηρά, γη

noun (ground)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Columbus sailed for over two months before seeing land.
Ο Κολόμβος ταξίδεψε περισσότερο από δυο μήνες πριν δει στεριά.

έδαφος

noun (terrain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The land is flat in many parts of Ohio.
Το έδαφος σε πολλά σημεία του Οχάιο είναι επίπεδο.

γη

noun (earth, soil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The land here is rich and fertile.
Το έδαφος (or: χώμα) εδώ είναι εύφορο και γόνιμο.

γη

noun (real estate) (κτηματομεσιτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We have invested in land and bought quite a few hectares.
Επενδύσαμε σε γη και αγοράσαμε αρκετά στρέμματα.

τόπος

noun (dated, poetic (country)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She is from a far-off land.
Είναι από μια μακρινή χώρα.

προσγειώνω, προσεδαφίζω

transitive verb (aircraft: bring to earth) (αεροπλάνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The pilot landed the aircraft very smoothly.
Ο πιλότος προσγείωσε (or: προσεδάφισε) το αεροπλάνο πολύ μαλακά.

προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι

intransitive verb (aircraft: come to earth) (αεροπλάνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The aeroplane has landed safely.
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε με ασφάλεια.

καταφθάνω

intransitive verb (come ashore) (φτάνω σε στεριά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
What year did the pilgrims land at Plymouth?
Ποια χρονιά κατέφθασαν (or: αποβιβάστηκαν) οι προσκυνητές στο Πλίμουθ;

προσγειώνομαι

intransitive verb (drop onto [sth]) (πέφτω πάνω σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He jumped from the bus and landed on the sidewalk.
Πήδηξε από το λεωφορείο και προσγειώθηκε (or: έπεσε) στο πεζοδρόμιο.

χώρα

noun (figurative, literary (people of a country) (μτφ: κάτοικοι χώρας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The queen has angered the whole land through her extravagance.
Η βασίλισσα εξόργισε ολόκληρη τη χώρα με τις υπερβολές της.

της γης

noun as adjective (relating to land)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσγειώνομαι

intransitive verb (come to rest)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The snowflake landed on the car.
Η νιφάδα προσγειώθηκε στο αμάξι.

προσγειώνομαι

intransitive verb (hit, shot, etc.: end up) (μτφ: για χτύπημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The boxer's punch landed on his opponent's jaw.
Η γροθιά του πυγμάχου προσγειώθηκε στο σαγόνι του αντιπάλου.

φτάνω

intransitive verb (vessel: reach land)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ship landed in Cuba on December 21st 1832.

ξεφορτώνω

transitive verb (unload) (κατεβάζω φορτίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fishermen landed their catch at the docks.
Οι ψαράδες ξεφόρτωσαν την ψαριά στο λιμάνι.

πετυχαίνω

transitive verb (figurative, informal (win) (μτφ: κερδίζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His company landed a big contract with the government.
Η εταιρεία πέτυχε ένα μεγάλο συμβόλαιο με την κυβέρνηση.

πιάνω

transitive verb (fish: capture) (ψάρεμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We landed five fish in the fishing trip.
Πιάσαμε πέντε ψάρια στην εκδρομή μας.

έχω

transitive verb (come up with: a solution) (ιδέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιπλήττω

transitive verb (strongly scold)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλήγω

phrasal verb, intransitive (informal (end up, finish)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you continue to arrive late for work, you will land up without a job!

καλλιεργήσιμη έκταση

noun (land usable for crops)

The desert has no arable lands.

ερημότοπος

noun (terrain: not fertile)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Much of central Australia is barren land due to poor weather conditions.

ρεματιά

noun (geology: area of lowland)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

από ξηράς

adverb (via land transport)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We can either take the ferry across Lake Michigan, or go by land via Chicago.

νεφελοκοκκυγία

noun (idealized realm) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ορτυκομάνα

noun (grain-eating bird) (είδος πτηνού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω αναγκαστική προσγείωση

intransitive verb (make emergency landing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω αναγκαστική προσγείωση

transitive verb (aircraft: land in an emergency)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στεριά

noun (terra firma, earth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We were glad to be back on dry land after our disastrous cruise.
Είμαστε πολύ χαρούμενοι που επιστρέψαμε στη στεριά μετά την καταστροφική κρουαζιέρα μας.

έδαφος σε περίοδο αγρανάπαυσης

noun (uncultivated field or plot)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποκτώ αίσθηση

verbal expression (informal, figurative (become familiar with [sth]) (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

Στεριά!

interjection (nautical: used on sighting land)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγρότισσα

noun (historical, often capitalized (WWII: woman working on farm)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρατική παροχή γης

(land given by government)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιφάνεια εδάφους

noun (geography: area of land)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νάρκη

noun (explosive device in ground)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Every year dozens of people are injured or killed by old forgotten landmines.

ναρκοθέτηση

noun (military: placing explosives underground)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

η Γη της Επαγγελίας

noun (Biblical: Promised Land) (Βιβλικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η γη της επαγγελίας

noun (figurative (place of prosperity and fertility) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A lot of Europeans migrated to the USA in the 19th century believing it to be a land of milk and honey.

αναδασμός της γης

noun (redistribution of land)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The land reform of 1975 in Ethiopia transformed rural areas.

δικαίωμα επί της γης

plural noun (land: legal ownership or access)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γαιοκτησία

noun (rules about owning land)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Land tenure affects what landowners are allowed to do on their land.

χερσαίος πόλεμος, εχθροπραξίες στην ξηρά

noun (military combat that takes place on land)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We were well trained for land warfare but completely unprepared for the enemy's awesome air power.

σταθερή γραμμή

noun (wire-connected phone line) (τηλέφωνο)

If I don't answer my mobile, call my landline.

περιοχή όπου έχει πρόσβαση το κοινό

noun (airport: open to public)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η πλευρά προς τη στεριά

noun ([sth] in water: toward land)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η πλευρά προς τη γη

noun (plow: toward earth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τοπογραφία

noun (geographical features)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When hillwalking, be guided by the lay of the land.

γενέτειρα,πατρίδα

noun (homeland, mother country)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After six years living abroad, she longed to return to her native land.

Χώρα του Ποτέ

noun (place existing only in fantasy)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We cannot go on living in never-never land, and have to take better care of the Earth's resources.
Δεν γίνεται να συνεχίσουμε να ζούμε με χίμαιρες. Θα πρέπει να φροντίσουμε καλύτερα τους πόρους της Γης.

ουδέτερη ζώνη

noun (war: unoccupied area)

During the war, he wandered into no man's land and was very nearly shot by his own troops.

ερημιά

noun (wasteland)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Sahara Desert is mostly a no man's land.

στη στεριά, στην ξηρά

adverb (not at sea)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I didn't believe I had survived the shipwreck until I was back on dry land.

στην ξηρά,στη στεριά

adverb (not at sea)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The cheetah is the fastest known animal on land.

μεγάλη έκταση γης

noun (tract of land)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They bought a nice little parcel of land just east of the town.

βοσκότοπος

noun (grassland used for grazing)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Farms with rich pasture land have cows that produce excellent milk.

κομμάτι γης

noun (tract or parcel of land)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They're planning to build a supermarket on that piece of land.

η Γη της Επαγγελίας

noun (often capitalized (Bible: land promised to the Jews)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Moses led the Israelites out of Egypt to the Promised Land.

η γη της Επαγγελίας

noun (figurative (place of prosperity) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The Scottish National Party believed they were heading for the promised land of Scottish independence.

τοπογράφος

noun ([sb] who surveys land)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The surveyor measured the land.

ο κόσμος των ονείρων

noun (figurative (sleep) (μεταφορικά: ύπνος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παρθένος τόπος

noun (land previously undeveloped)

There's hardly any virgin land left in the Amazon Basin.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του land στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του land

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.