Τι σημαίνει το happen στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης happen στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του happen στο Αγγλικά.

Η λέξη happen στο Αγγλικά σημαίνει συμβαίνω, συμβαίνω, γίνομαι, τυχαίνει, εμφανίζομαι τυχαία, συναντώ κατά τύχη, πέφτω πάνω, πέφτω πάνω σε κτ/κπ, που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί, συμβαίνω τυχαία, λες να, πραγματοποιώ, είμαι ισχυρός, θέλω κτ πολύ για να γίνει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης happen

συμβαίνω

intransitive verb (occur)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A lot of things have happened since last year.
Πολλά έγιναν την περασμένη χρονιά.

συμβαίνω

intransitive verb (befall)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I didn't work hard for it, it just happened!
Δεν δούλεψα σκληρά για αυτό, απλά έτυχε!

γίνομαι

(become of)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
What happened to that book I lent you?
Τι απέγινε το βιβλίο που σου δάνεισα;

τυχαίνει

(chance to)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Did you happen to see my keys?
Μήπως είδες κατά τύχη τα κλειδιά μου;

εμφανίζομαι τυχαία

phrasal verb, intransitive (arrive somewhere by chance)

συναντώ κατά τύχη, πέφτω πάνω

phrasal verb, transitive, inseparable (chance upon, come across)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Whilst in town, I happened by a photographic store and bought myself a new digicam.

πέφτω πάνω σε κτ/κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (dated, literary (find, encounter) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I happened on an interesting article about Cuba in the newspaper.

που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί

adjective (imminent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You want me to give you money? That's not about to happen.
Θέλεις να σου δώσω χρήματα; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.

συμβαίνω τυχαία

verbal expression (be lucky, coincidental) (συνήθως γ' πρόσωπο)

We weren't trying to get pregnant; it happened by chance.

λες να

expression (by chance)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Would that happen to be the book I've been searching for?
Λες να είναι αυτό το βιβλίο που έψαχνα;

πραγματοποιώ

verbal expression (informal (turn into reality)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I had the original idea, but you made it happen.

είμαι ισχυρός

verbal expression (have power and influence)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I want to become friends with Burt--he's a guy who makes things happen.

θέλω κτ πολύ για να γίνει

transitive verb (make happen by wishing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It doesn't just happen. You need to will it to happen.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του happen στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του happen

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.