Τι σημαίνει το comfort στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης comfort στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comfort στο Αγγλικά.
Η λέξη comfort στο Αγγλικά σημαίνει παρηγορώ, άνεση, παρηγοριά, άνεση, ανέσεις, πάπλωμα, παρηγοριά, νάνι, μια μικρή παρηγοριά, ψευτοπαρηγοριά, μαμαδίστικο φαγητό, στο στοιχείο μου, ζώνη ιδανικής θερμοκρασίας, εύρος ιδανικής θερμοκρασίας, καθησυχάζω, παρηγορώ, παρηγορούμαι, βρίσκω παρηγοριά, υπερβολικά κοντά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης comfort
παρηγορώtransitive verb (console [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The father comforted his crying child. Ο πατέρας παρηγόρησε το παιδί του που έκλαιγε. |
άνεσηnoun (ease, relaxation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Comfort was Audrey's main consideration when buying a new mattress. The new chair allowed him to sit in comfort. Η άνεση ήταν το βασικό κριτήριο για την Ώντρεϋ όταν αγόρασε νέο στρώμα. Η καινούρια του καρέκλα του επέτρεπε να κάθεται με άνεση. |
παρηγοριάnoun (consolation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The little girl needed the comfort of her teddy bear. Το κοριτσάκι χρειαζόταν την παρηγοριά που της προσέφερε το αρκουδάκι της. |
άνεσηnoun (wealth) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rich people live in comfort. Οι πλούσιοι ζουν με άνεση. |
ανέσειςplural noun (item that makes life comfortable) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Prisoners at this facility enjoy few comforts. Οι φυλακισμένοι σε αυτό το σωφρονιστικό κατάστημα απολαμβάνουν λίγες ανέσεις. |
πάπλωμαnoun (US (quilt, bedcover) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Is this comforter washable? Αυτό το πάπλωμα πλένεται; |
παρηγοριάnoun (person who consoles [sb]) (άτομο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He was her main comforter when her husband died. |
νάνιnoun (UK (baby's dummy, pacifier) (παιδικό) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The baby's comforter just fell on the floor. |
μια μικρή παρηγοριάnoun (figurative (small consolation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψευτοπαρηγοριάnoun (small, ineffective consolation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The pension, though not insubstantial, was cold comfort to the widow of such a loving husband. |
μαμαδίστικο φαγητόnoun (home cooking, treats) (καθομιλουμένη: πιο γενικά) The comfort food at the restaurant was just like mom's home cooking. |
στο στοιχείο μουnoun (situation: at ease in) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jumping out of an airplane is outside of my comfort zone. |
ζώνη ιδανικής θερμοκρασίας, εύρος ιδανικής θερμοκρασίαςnoun (formal (temperature: comfortable) (επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Control your comfort zone with Airco climate control systems. Ελέγξτε τη ζώνη ιδανικής θερμοκρασίας με τα συστήματα κλιματικού ελέγχου Airco. |
καθησυχάζω, παρηγορώ(console, reassure) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Religion often gives comfort to people in times of trouble. |
παρηγορούμαι, βρίσκω παρηγοριάverbal expression (feel consoled or reassured) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Take comfort in knowing you did the very best you could. |
υπερβολικά κοντάadjective (dangerously near to [sth/sb]) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The suspicious-looking man was too close for comfort, so we crossed the street. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comfort στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του comfort
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.