Τι σημαίνει το compound στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης compound στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του compound στο Αγγλικά.

Η λέξη compound στο Αγγλικά σημαίνει συνδυασμός, ένωση, σύνθετη λέξη, κτιριακό συγκρότημα, σύνθετος, σύνθετος, επιδεινώνω, ανατοκίζω, σύνθετος, πολυχρηστικός, σύνθετος, σύνθετο μέτρο, σύνθετος καρπός, ενώνω, συνδυάζω, συνθέτω, αναμειγνύω, σύνθετο επίθετο, σύνθετη καμπύλη, σύνθετος όρος, μορφή χημικής ένωσης, ανοικτό κάταγμα, επιπλεγμένο κάταγμα, αθροιστική ανάπτυξη, ανατοκισμός, σύνθετη πρόταση, σύνθετη λέξη, οξείδιο του σιδήρου, υλικό αρμολόγησης, τριπολίτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης compound

συνδυασμός

noun (combination)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I made this new dessert using a compound of my two favorite brownie recipes.
Έφτιαξα ένα νέο επιδόρπιο χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό των δύο αγαπημένων μου συνταγών για brownies.

ένωση

noun (chemical: more than one element)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Plastics are compounds containing long chains of carbon atoms.
Τα πλαστικά είναι ενώσεις που περιέχουν άτομα άνθρακα μακράς αλυσίδας.

σύνθετη λέξη

noun (word: two parts)

There are a lot of compounds on this week's spelling list.
Η ορθογραφία αυτής της εβδομάδας περιλαμβάνει πολλές σύνθετες λέξεις.

κτιριακό συγκρότημα

noun (buildings within an enclosure)

The military compound was heavily guarded.
Το κτιριακό συγκρότημα του στρατού φυλασσόταν πολύ καλά.

σύνθετος

adjective (composite)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A fly's compound eyes can see in all directions.
Τα σύνθετα μάτια της μύγας μπορούν να δουν προς όλες τις κατευθύνσεις.

σύνθετος

adjective (word: made up of two words)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"Catfish" is a compound word.
Η λέξη «γατόψαρο» είναι σύνθετη.

επιδεινώνω

transitive verb (make worse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The illness only compounded his health problems.
Η αρρώστια επιδείνωσε τα προβλήματα υγείας του.

ανατοκίζω

transitive verb (interest) (τόκοι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bank compounds the interest daily.
Η τράπεζα ανατοκίζει τους τόκους σε ημερήσια βάση.

σύνθετος

adjective (interest) (οικονομία: κεφαλαιοποίηση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The students learned how to calculate compound interest.
Οι φοιτητές έμαθαν να υπολογίζουν τη σύνθετη κεφαλαιοποίηση.

πολυχρηστικός

noun ([sth] with multiple uses)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This tool is a compound and can be used in all kinds of tasks.

σύνθετος

noun (tense: two parts)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In many Romance languages, the perfect tense is a compound.

σύνθετο μέτρο

noun (music: time)

The time in which a waltz is written is a compound, with three beats to the bar.

σύνθετος καρπός

noun (botany: fruit cluster)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
A fruit formed of several different parts to form a whole is called a compound.

ενώνω, συνδυάζω

transitive verb (combine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Various materials are compounded in the making of plastics.

συνθέτω

transitive verb (construct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lets compound a new plan from everyone's different ideas.

αναμειγνύω

transitive verb (mix)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The pharmacists will compound a remedy for us.

σύνθετο επίθετο

noun (more than one word)

An example of a compound adjective is "part-time."

σύνθετη καμπύλη

noun (mathematics: curve with >1 arc)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σύνθετος όρος

noun (grammar: composite term) (γραμματική)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μορφή χημικής ένωσης

noun (chemistry: combined substance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανοικτό κάταγμα, επιπλεγμένο κάταγμα

noun (broken bone: protruding)

A compound fracture increases the risk of infection.

αθροιστική ανάπτυξη

noun (investing: interest on interest)

The idea of earning interest on your interest is the appeal of compound growth.

ανατοκισμός

noun (interest paid on top of previous)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σύνθετη πρόταση

noun (sentence type)

σύνθετη λέξη

noun (made up of two words)

'Handbag' is a compound word formed by joining 'hand' and 'bag'.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το «μεγαλοβιομήχανος» είναι σύνθετη λέξη. Αποτελείται από ένα επίθετο και ένα ουσιαστικό.

οξείδιο του σιδήρου

noun (metal polish) (γυαλιστικό μετάλλων)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υλικό αρμολόγησης

noun (plaster-like material)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τριπολίτης

noun (metal polish) (για στίλβωση μετάλλων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του compound στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του compound

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.