Τι σημαίνει το interest στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης interest στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του interest στο Αγγλικά.

Η λέξη interest στο Αγγλικά σημαίνει ενδιαφέρον για κτ, ενδιαφέρον για κτ, τόκος, ενδιαφέρον, συμφέρον, συμφέρον, τόκος, ενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, δεδουλευμένοι τόκοι, συμφέρον, εμπορικό επιτόκιο, ανατοκισμός, σύγκρουση συμφερόντων, με σταθερό επιτόκιο, συνολικός τόκος, έχω προσωπικό όφελος, έχω προσωπικό όφελος, κρατάω το ενδιαφέρον κπ, ανθρώπινη ιστορία, είναι προς το συμφέρον μου, είναι προς το συμφέρον μου, προς όφελος, οργανισμός/ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, επιτόκιο, ζωηρό/έντονο ενδιαφέρον, έλλειψη ενδιαφέροντος, έντονο ενδιαφέρον, χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ, χάνω το ενδιαφέρον μου για κτ, ερωτικό ενδιαφέρον, ενδιαφέρων, αξιοσημείωτος, ύποπτος, ύποπτη, εγείρω το ενδιαφέρον, σημείο ενδιαφέροντος, δημόσιο συμφέρον, ιδιοτέλεια, απλός τόκος, κινώ το ενδιαφέρον, ειδικού ενδιαφέροντος, ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, δείχνω ενδιαφέρον, δείχνω ενδιαφέρον για κπ/κτ, ενδιαφέρομαι για κτ, ενδιαφέρον, συμφέροντα, έννομο συμφέρον, με τόκο, με ενδιαφέρον, με ζήλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης interest

ενδιαφέρον για κτ

noun (curiosity, concern)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Some people have an interest in other cultures while others do not.
Κάποιοι δείχνουν ενδιαφέρον για διάφορους πολιτισμούς, ενώ κάποιοι άλλοι όχι.

ενδιαφέρον για κτ

noun (concern)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My interest in the dispute is based on care for both people.
Δείχνω ενδιαφέρον για τη διαμάχη επειδή νοιάζομαι και για τα δύο άτομα.

τόκος

noun (finance: earnings) (οικονομία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This bank account gives 3% interest per year.
Αυτός ο λογαριασμός έχει το υψηλότερο ετήσιο επιτόκιο, 3%.

ενδιαφέρον

noun (hobby)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His interests include biking and studying languages.

συμφέρον

noun (finance: ownership) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He has a financial interest in this company and may lose all his money.

συμφέρον

noun (personal benefit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He did what was in his interest and didn't care for the feelings of the others.

τόκος

noun (finance: loan)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He pays 7% interest on their car loan.

ενδιαφέρω

transitive verb (engage attention)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yes, other cultures really interest me.

κινώ το ενδιαφέρον

transitive verb (induce participation by [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Can I interest you in some ice cream?
Θα θέλατε λίγο παγωτό;

δεδουλευμένοι τόκοι

noun (amount of interest accumulated)

The accrued interest for that account totals $100.

συμφέρον

noun (greatest benefit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εμπορικό επιτόκιο

noun (business share or benefit)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανατοκισμός

noun (interest paid on top of previous)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σύγκρουση συμφερόντων

noun (opposing obligations)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I couldn't use the attorney I wanted because of a conflict of interest.

με σταθερό επιτόκιο

adjective (loan, mortgage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνολικός τόκος

noun (total interest accumulated)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έχω προσωπικό όφελος

verbal expression (personal advantage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω προσωπικό όφελος

verbal expression (personal advantage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have a vested interest in that company because my son's a director.

κρατάω το ενδιαφέρον κπ

verbal expression (stay interesting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Speakers need to select stimulating topics to hold the listeners' interest.

ανθρώπινη ιστορία

noun (news item about people's lives)

It's a human interest story about a boy who successfully battled against cancer.

είναι προς το συμφέρον μου

adverb (of greatest benefit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm moving out because it's in my family's best interest.

είναι προς το συμφέρον μου

expression (to greatest advantage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is in your best interest to accept the offer.

προς όφελος

preposition (for the sake or good: of [sth]) (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the interest of good relations, it's important to get on with your neighbours. In the interest of safety, you should always buckle your seatbelt.
Προς όφελος των καλών σχέσεων, είναι σημαντικό να τα πηγαίνεις καλά με τους γείτονές σου. Προς όφελος της ασφάλειας, θα πρέπει πάντα να βάζεις τη ζώνη ασφαλείας.

οργανισμός/ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος

noun (organization that puts pressure on government)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιτόκιο

noun (amount added to money borrowed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When interest rates are high, savers get a better return on their investments. I'm looking for a credit card with a lower interest rate.
Όταν τα επιτόκια είναι υψηλά, οι αποταμιευτές έχουν καλύτερες αποδόσεις για τις επενδύσεις τους. Ψάχνω μια πιστωτική κάρτα με χαμηλότερο επιτόκιο.

ζωηρό/έντονο ενδιαφέρον

noun (passionate curiosity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She takes a keen interest in the doings of her grandchildren - she has them visit her regularly, and is always asking about them.

έλλειψη ενδιαφέροντος

noun (apathy, disinterest)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The course was cancelled due to a lack of interest.

έντονο ενδιαφέρον

noun (keenness, passion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Despite his depression, he still maintained a lively interest in word games.

χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ

verbal expression (become apathetic about)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've lost interest in politics; I really don't care who wins or loses.

χάνω το ενδιαφέρον μου για κτ

verbal expression (no longer like, enjoy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After I nearly drowned, I lost interest in swimming. Timmy lost interest in the toy after taking it away from his baby sister.

ερωτικό ενδιαφέρον

noun (romantic role in story)

The actor plays the love interest in the film.

ενδιαφέρων, αξιοσημείωτος

adjective (interesting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ύποπτος, ύποπτη

noun (wanted for by police)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

εγείρω το ενδιαφέρον

verbal expression (interest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Your mention of a job vacancy has really piqued my interest.

σημείο ενδιαφέροντος

noun (landmark, interesting place)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
There are many points of interest along the highway, especially for lovers of history and geology.

δημόσιο συμφέρον

noun (public's well-being)

ιδιοτέλεια

noun (concern only for oneself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απλός τόκος

noun (sum payable on an investment)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κινώ το ενδιαφέρον

verbal expression (prompt curiosity or enthusiasm)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ειδικού ενδιαφέροντος

adjective (group: lobbying for a specific cause)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Many people think the special interest groups buy candidates in U.S. elections. // The Senator did his best to avoid the special-interest groups.

ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος

plural noun (groups that influence policy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is a widespread belief that special interests influence politics through campaign contributions.

ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος

noun (team that lobbies for a cause)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All these special interest groups are making our job much harder.

δείχνω ενδιαφέρον

verbal expression (show curiosity or concern)

When it comes to football I find it really hard to take an interest.

δείχνω ενδιαφέρον για κπ/κτ

verbal expression (show curiosity or concern)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My mother never took any interest in my hobbies.

ενδιαφέρομαι για κτ

verbal expression (get involved, participate in)

Helena always takes an interest in the village fair.
Πάντα ενδιαφέρεται για το πανηγύρι του χωριού.

ενδιαφέρον

noun (personal stake in an arrangement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συμφέροντα

plural noun (people or groups who benefit) (ως σύνολο ατόμων)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

έννομο συμφέρον

noun (law: unconditional right to an asset)

με τόκο

adverb (plus money owed)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You can pay in monthly instalments with interest.

με ενδιαφέρον, με ζήλο

adverb (showing fascination)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I have been following the news about the scandal with interest.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του interest στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του interest

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.