Τι σημαίνει το tense στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tense στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tense στο Αγγλικά.

Η λέξη tense στο Αγγλικά σημαίνει νευρικός, τεταμένος, σφιγμένος, χρόνος, γίνομαι νευρικός, σφίγγομαι, σφίγγω, συντελεσμένος μέλλοντας, μέλλοντας, παρελθοντικός χρόνος, συντελεσμένος χρόνος, παρακείμενος, ενεστώτας, γίνομαι νευρικός, σφίγγομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tense

νευρικός

adjective (person: anxious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Philip felt tense while he waited for his results.
Ο Φίλιπ ήταν νευρικός ενώ περίμενε για τα αποτελέσματά του.

τεταμένος

adjective (atmosphere: strained) (μεταφορικά: ατμόσφαιρα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Things were tense in the meeting as people had very different opinions on the issue.
Η κατάσταση ήταν τεταμένη στη συνάντηση επειδή ο κόσμος είχε πολύ διαφορετικές απόψεις πάνω στο θέμα.

σφιγμένος

adjective (taut, tight)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Carol's tense muscles finally began to relax under the masseuse's expert touch.
Οι σφιγμένοι μύες της Κάρολ άρχισαν επιτέλους να χαλαρώνουν κάτω από τα έμπειρα χέρια της μασέζ.

χρόνος

noun (grammar: inflected verb form) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Using the correct tense helps people to understand what you're saying.
Το να χρησιμοποιείς τον σωστό χρόνο βοηθάει τους ανθρώπους να καταλαβαίνουν τι λες.

γίνομαι νευρικός

intransitive verb (person: become anxious)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The burglar tensed as the police officer passed just inches from his hiding place.
Ο κλέφτης τσίτωσε όταν ο αστυνομικός πέρασε μόλις λίγες ίντσες από την κρυψώνα του.

σφίγγομαι

intransitive verb (muscle: become taut or clenched)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alison's jaw tensed as she thought about how rude her mother-in-law had been.
Το σαγόνι της Άλισον σφίχτηκε όταν σκέφτηκε πόσο αγενής ήταν η πεθερά της.

σφίγγω

transitive verb (clench: muscle, body part)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert tensed his leg muscles, ready to run.
Ο Ρόμπερτ έσφιξε τους μύες στα πόδια του έτοιμος να τρέξει.

συντελεσμένος μέλλοντας

noun (grammar: will have done, etc.) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μέλλοντας

noun (grammar: will do, etc.) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In English, the future tense has two forms: I will dance and I am going to dance.

παρελθοντικός χρόνος

noun (grammar: verb tense of past actions or states)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The past tense of the verb 'to walk' is 'walked'.

συντελεσμένος χρόνος

noun (grammar: have done, etc.) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In English, perfect tenses are formed with the auxiliary "have" and a past participle.
Στα Αγγλικά, οι συντελεσμένοι χρόνοι σχηματίζονται με το βοηθητικό ρήμα «έχω» και την παθητική μετοχή.

παρακείμενος

noun (grammar: have been doing, etc.) (γραμματική, χρόνος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In this exercise, students have to decide whether to use the present perfect tense or the past simple tense.

ενεστώτας

noun (grammar) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In this lesson, the students learn how to use the present tense.

γίνομαι νευρικός

(person: become anxious)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Helen tensed up as the doctor approached with her results.

σφίγγομαι

(muscle: become taut or clenched)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rick could feel his neck muscles tensing up, as he became more and more stressed.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tense στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tense

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.