Τι σημαίνει το confined στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης confined στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του confined στο Αγγλικά.
Η λέξη confined στο Αγγλικά σημαίνει περιορισμένος, περιορισμένος, έγκλειστος, περιορισμένος, περιορίζω, συγκρατώ, κλείνω κπ/κτ σε κτ, θέτω υπό περιορισμό, θέτω υπό κράτηση, όρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης confined
περιορισμένοςadjective (restricted, limited) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The room was windowless and confined. Το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα και ήταν περιορισμένο. |
περιορισμένος, έγκλειστοςadjective (person: captive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The girl was confined in the basement for weeks. Το κορίτσι ήταν έγκλειστο στο υπόγειο για εβδομάδες. |
περιορισμένοςadjective (space: small, enclosed) (χώρος) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) It's hard to even scratch in such a confined space. Είναι δύσκολο ακόμη και να ξύσεις σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο. |
περιορίζω, συγκρατώtransitive verb (restrict, limit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please try to confine your remarks to helpful criticism. Σε παρακαλώ προσπάθησε να περιορίσεις τις παρατηρήσεις σου σε κριτική που βοηθάει. |
κλείνω κπ/κτ σε κτtransitive verb (restrict, limit) The farmer confined the sheep to one small field. Ο αγρότης έκλεισε τα πρόβατα σε ένα μικρό χωράφι. |
θέτω υπό περιορισμό, θέτω υπό κράτησηtransitive verb (keep in captivity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The prisoners were confined for up to 20 hours a day. Οι φυλακισμένοι ήταν έγκλειστοι για ως και 20 ώρες την ημέρα. |
όριαplural noun (boundary, limits) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) What you propose is outside the confines of the rules. Αυτό που προτείνεις είναι εκτός του πλαισίου του κανονισμού. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του confined στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του confined
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.