Τι σημαίνει το bounded στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bounded στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bounded στο Αγγλικά.

Η λέξη bounded στο Αγγλικά σημαίνει περιορισμένος, οριοθετημένος, δεσμεύομαι, δεσμεύομαι, που έχει προορισμό κτ, που κατευθύνεται προς κτ, προορισμένος για κτ, δεμένος, δεμένος, άλμα, πήδημα, όρια, σύνορα, όριο, αργά ή γρήγορα, πηδάω, χοροπηδάω, έχω κτ ως όριο, περιστοιχίζομαι από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bounded

περιορισμένος

adjective (having limits)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

οριοθετημένος

adjective (having a physical border)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δεσμεύομαι

(figurative (legally obligated) (νομικά: από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We are bound by the terms of the contract.
Είμαστε δεσμευμένοι από τους όρους τους συμβολαίου.

δεσμεύομαι

(figurative (legally obligated) (νομικά: για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Judges are bound to the law.
Οι δικαστές δεσμεύονται να τηρούν τον νόμο.

που έχει προορισμό κτ, που κατευθύνεται προς κτ

(heading towards a place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cruise ship was bound for New York.
Το κρουαζιερόπλοιο είχε προορισμό (or: κατευθυνόταν προς) τη Νέα Υόρκη.

προορισμένος για κτ

(figurative (destined for [sth])

Luis always knew that he was bound for fame and fortune.
Ο Λουίς ήξερε πάντοτε ότι ήταν προορισμένος για δόξα και πλούτη.

δεμένος

adjective (book: with a binding)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Before the advent of bound books, long texts were written on scrolls.
Πριν την εφεύρεση των δεμένων βιβλίων τα μακροσκελή κείμενα γράφονταν σε παπύρους.

δεμένος

adjective (book: with a particular binding) (βιβλιοδεσία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This book is bound in antique leather.
Αυτό το βιβλίο είναι δεμένο με πολύ παλιό δέρμα.

άλμα, πήδημα

noun (leap)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He reached her in a single bound.
Την έφτασε με ένα μόνο πήδημα (or: άλμα).

όρια, σύνορα

plural noun (boundary: of property)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The bounds of his property were clearly marked.
Τα όρια (or:σύνορα) της ιδιοκτησίας του ήταν σημειωμένα ξεκάθαρα.

όριο

plural noun (figurative (limits) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His enthusiasm for the subject knows no bounds.
Ο ενθουσιασμός του για το θέμα δεν έχει όρια.

αργά ή γρήγορα

adjective (figurative (more than likely to do [sth]) (καθομιλουμένη: κτ θα γίνει)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You left your wallet on the table; someone was bound to steal it.
Άφησες το πορτοφόλι σου στο τραπέζι· ήταν σίγουρο ότι κάποιος θα το έκλεβε.

πηδάω, χοροπηδάω

intransitive verb (leap)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The puppy runs and bounds in the field.

έχω κτ ως όριο

(figurative (limited)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιστοιχίζομαι από κτ

(surrounded)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bounded στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bounded

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.