Τι σημαίνει το confidence στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης confidence στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του confidence στο Αγγλικά.
Η λέξη confidence στο Αγγλικά σημαίνει αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, εμπιστευτικότητα, εχεμύθεια, αποκτώ αυτοπεποίθηση, απάτη, εμπιστοσύνη του καταναλωτή, εμπιστοσύνη των καταναλωτών, κερδίζω την εμπιστοσύνη, έχω αυτοπεποίθηση, εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι, εμπιστευτικά, με απόλυτη εχεμύθεια, εμπνέω αυτοπεποίθηση, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, εμπνέω εμπιστοσύνη, ανασφάλεια, αυτοπεποίθηση, ψήφος εμπιστοσύνης, με αυτοπεποίθηση, με εμπιστοσύνη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης confidence
αυτοπεποίθησηnoun (assurance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His confidence helped him succeed. Η αυτοπεποίθησή του τον βοήθησε να πετύχει. |
εμπιστοσύνηnoun (trust) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I have complete confidence in you. Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. |
εμπιστευτικότητα, εχεμύθειαnoun (secret) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I can't tell you what is wrong with John without betraying his confidence. Δεν μπορώ να σου πω τι συμβαίνει στον Τζον χωρίς να προδώσω την εμπιστοσύνη που μου έδειξε. |
αποκτώ αυτοπεποίθηση(strengthen [sb]'s self-assurance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Maria practiced in front of small audiences to build confidence for her big performance. |
απάτηnoun (scam, fraudulent act) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εμπιστοσύνη του καταναλωτή, εμπιστοσύνη των καταναλωτώνnoun (economy: high level of spending) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κερδίζω την εμπιστοσύνηverbal expression (become trusted by) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I have managed to gain the confidence of our newest client. He gained the confidence of his managers through his excellent work. Κατάφερα να κερδίσω την εμπιστοσύνη του τελευταίου πελάτη. Κέρδισε την εμπιστοσύνη των διευθυντών του με την άψογη δουλειά του. |
έχω αυτοπεποίθησηintransitive verb (be self-assured) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You have confidence in yourself. |
εμπιστεύομαιintransitive verb (trust, feel secure) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You have confidence that everything is going to be alright. |
εμπιστεύομαιtransitive verb (trust, feel secure about) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The public has little confidence in government officials. |
εμπιστεύομαιtransitive verb (trust [sb]'s abilities, honesty) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The players have confidence in their team's ability to win. |
εμπιστευτικάadverb (privately, confidentially) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She told me about her pregnancy in confidence. |
με απόλυτη εχεμύθειαadverb (privately, confidentially) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'll hold your secret in strict confidence: I won't share it with another living soul. |
εμπνέω αυτοπεποίθηση, εμψυχώνω, ενθαρρύνωverbal expression (provide encouragement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) One's reliability and positive attitude will inspire confidence throughout the whole team. |
εμπνέω εμπιστοσύνηverbal expression (appear reliable, trustworthy) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The salesman's disheveled appearance did not inspire confidence in his product. |
ανασφάλειαnoun (insecurity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His lack of self-confidence held him back in his relationships with women. Η ανασφάλειά του στάθηκε εμπόδιο στις σχέσεις του με τις γυναίκες. |
αυτοπεποίθησηnoun (assurance in own qualities) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On stage the band's lead singer was full of self-confidence. Επάνω στη σκηνή ο τραγουδιστής του συγκροτήματος ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση. |
ψήφος εμπιστοσύνηςnoun (expression of trust in [sb]'s abilities) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
με αυτοπεποίθησηadverb (in a self-assured way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) It was no surprise that she spoke with confidence on the subject, since she had studied it all her life. |
με εμπιστοσύνηadverb (showing trust) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You just have to take his advice with confidence. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του confidence στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του confidence
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.