Τι σημαίνει το resultado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης resultado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του resultado στο ισπανικά.

Η λέξη resultado στο ισπανικά σημαίνει αποτέλεσμα, αποτέλεσμα, λύση, αποτέλεσμα, έκβαση, κατάληξη, αποτέλεσμα, αποτέλεσμα, αποτέλεσμα, προσπάθεια, άκρη, συνέπειες, παραγωγή, πόρισμα, επακόλουθο, συνεπακόλουθο, συνέπεια, προϊόν, συνέπεια, συνέχεια, τελικό προϊόν, τέκνο, προκύπτω, είμαι το αποτέλεσμα, προκύπτω, αποδεικνύομαι, επακολουθώ, ακολουθώ, πετυχαίνω, προκύπτω ως συνέπεια, πηγαίνω, πάω, πηγαίνω, συνάγεται, υποπροϊόν, επομένως, μάταια, άδικα, αποτυχία, τελικό αποτέλεσμα, πρακτική συνέπεια, ως αποτέλεσμα, κατά συνέπεια, επομένως, συνεπώς, που οδηγεί σε, τελικό αποτέλεσμα, πέφτω στο κενό, ακολουθώ, επακόλουθο, αποτέλεσμα ψηφοφορίας, γέννημα, αποκύημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης resultado

αποτέλεσμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Sabes el resultado de las elecciones?
Γνωρίζεις την έκβαση των εκλογών;

αποτέλεσμα

nombre masculino (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mis clientes normalmente ven los resultados en las primeras semanas.
Οι πελάτες συνήθως μου αρχίζουν να βλέπουν αποτελέσματα μέσα στις πρώτες εβδομάδες!

λύση

nombre masculino (εξίσωσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él trabajó durante 15 minutos antes de encontrar el resultado de la ecuación.

αποτέλεσμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Alguien sabe el resultado de las negociaciones?
Ξέρει κανείς το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων;

έκβαση, κατάληξη

(αποτέλεσμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El resultado de las conversaciones es que las dos empresas han acordado trabajar juntas.

αποτέλεσμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποτέλεσμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La reunión terminó sin un resultado claro; posiblemente sólo fue una pérdida de tiempo.
Η συνάντηση τελείωσε χωρίς ξεκάθαρο αποτέλεσμα. Μάλλον ήταν απλά χάσιμο χρόνου.

αποτέλεσμα

nombre masculino (αναζήτησης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi primera búsqueda no arrojó muchos resultados.

προσπάθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si se tiene en cuenta que el cuadro fue hecho de memoria, el resultado es bastante bueno.
Δεδομένου ότι η συγκεκριμένη εικόνα δημιουργήθηκε από μνήμης, θα λέγαμε ότι συνιστά αρκετά καλή προσπάθεια.

άκρη

nombre masculino (βρίσκω, βγάζω)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los periodistas estaban sorprendidos con el resultado del caso judicial.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Βρήκες (or: Έβγαλες) τελικά άκρη με αυτήν την εξίσωση;

συνέπειες

(gen pl)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Nuestra oficina está lidiando con las consecuencias del arresto de nuestro gerente general.
Το γραφείο μας αντιμετωπίζει τις συνέπειες της σύλληψης του γενικού διευθυντή μας.

παραγωγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cliente principal de la compañía compra el 70% de la producción.
Ο βασικός πελάτης της εταιρείας αγοράζει το 70% των της παραγωγής.

πόρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La corte presentó ayer sus conclusiones del caso.
Το δικαστήριο εξέδωσε χθες το πόρισμά του για την υπόθεση.

επακόλουθο, συνεπακόλουθο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συνέπεια

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El éxito fue un fruto de su arduo trabajo.

προϊόν

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La lluvia es producto de la condensación del vapor de agua.
Η βροχή είναι το προϊόν της υγροποίησης των υδρατμών.

συνέπεια, συνέχεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Que Adrian perdiera los estribos fue la consecuencia de que Jim no dejase de picarlo.

τελικό προϊόν

(αποτέλεσμα διεργασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El producto final del proceso es un fertilizante 100 % orgánico.

τέκνο

(figurado) (μτφ, λόγιος: δημιούργημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
William Hazlitt escribió "el prejuicio es hijo de la ignorancia".

προκύπτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sus mentiras fueron la causa de su despido y de toda la situación en la que resultó.
Τα ψέματά του ήταν η αιτία της αποπομπής τους από την εταιρεία και, τελικά, της όλης κατάστασης στην οποία οδηγηθήκαμε.

είμαι το αποτέλεσμα

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Nuestro éxito resultó de nuestro trabajo como equipo.
Η επιτυχία μας είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας μας ως ομάδα.

προκύπτω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποδεικνύομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su conclusión resultó falsa.
Το συμπέρασμά του αποδείχτηκε λανθασμένο.

επακολουθώ, ακολουθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La protesta se estaba volviendo violenta y la policía estaba preocupada por si ocurrían disturbios.
Η διαδήλωση εξελίσσονταν βίαια και η αστυνομία ανησυχούσε πως μπορεί να ακολουθούσαν ταραχές.

πετυχαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Creo que tu presentación en clase salió muy bien
Νομίζω ότι η παρουσίασή σου στην τάξη πήγε πολύ καλά.

προκύπτω ως συνέπεια

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se deduce que una subida de impuestos ha de ir acompañada de una mejora en los servicios.

πηγαίνω, πάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El pronóstico es bueno, pero aún es muy temprano para saber cómo terminará todo.
Η πρόγνωση είναι καλή, αλλά είναι πολύ νωρίς για να πούμε πως θα πάει.

πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La boda salió muy bien, gracias.
Ο γάμος πήγε πολύ καλά, ευχαριστώ.

συνάγεται

(λόγιος)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
De esto se sigue que reduciendo los tipos de interés aumenta la inflación.

υποπροϊόν

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επομένως

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Perdí mis anteojos y, como resultado, ya no puedo leer el periódico.

μάταια, άδικα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αποτυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελικό αποτέλεσμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El resultado final del proceso es un nuevo plástico reciclable.

πρακτική συνέπεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las ideas debatidas son tan interesantes como inútiles si no tienen resultados prácticos para el pueblo.

ως αποτέλεσμα, κατά συνέπεια, επομένως, συνεπώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los médicos han advertido un aumento del cáncer de piel que es el resultado de una excesiva exposición a la radiación solar.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι γιατροί σημειώνουν αύξηση του καρκίνου του δέρματος ως αποτέλεσμα της αυξημένης έκθεσης στον ήλιο.

που οδηγεί σε

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Έχει αυξηθεί εντυπωσιακά η συχνότητα εμφάνισης οικιακών πυρκαγιών που οδηγούν στο θάνατο και σε τραυματισμούς.

τελικό αποτέλεσμα

(συνέπεια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El resultado final de no seguir los procedimientos de seguridad pueden ser heridas o la muerte.

πέφτω στο κενό

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακολουθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estas acciones son consecuencia de la decisión tomada el mes pasado.

επακόλουθο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A consecuencia de la tormenta muchas personas se quedaron sin hogar.
Ως επακόλουθο του τυφώνα πολλοί έμειναν άστεγοι.

αποτέλεσμα ψηφοφορίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El resultado de la votación no estará sino hasta las diez.

γέννημα, αποκύημα

(figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esa máquina es el fruto de la mente creativa de Amanda.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του resultado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του resultado

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.