Τι σημαίνει το morrer στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης morrer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του morrer στο πορτογαλικά.
Η λέξη morrer στο πορτογαλικά σημαίνει πεθαίνω, πεθαίνω από κτ, σβήνω, πεθαίνω, πεθαίνω, -, σβήνω, πεθαίνω, σκοτώνομαι, πεθαίνω, αποτυγχάνω, σκοτώνω, αποτελειώνω, σβήνω, καταλήγω, εκπνέω, σταματώ απότομα, ξεμένω από μπαταρία, αργοσβήνω, φεύγω, πεθαίνω, μαραζώνω, πεθαίνω για κπ/κτ, και γαμώ, σκάω, ψήνομαι, ξεπαγιάζω, διαρκώ για πάντα, αμοιβαία τα αισθήματα, κλαίω από τα γέλια, πεθαίνω για την πατρίδα, παγώνω, καίγομαι ζωντανός, πεινάω, πεινώ, πεθαίνω νέος, λύνομαι στα γέλια, τρελαίνομαι στο γέλιο, παίρνω υπερβολική δόση, ξεπαγιάζω, σκάω, σκοτώνω λόγω ψύχους, αυτοκτονώ, εκτελούμαι στην ηλεκτρική καρέκλα, ψήνομαι, σκάω, βράζω, πεθαίνω της πείνας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης morrer
πεθαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O marido da Marina morreu ontem. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μετά από μακρόχρονη μάχη με τον καρκίνο, υπέκυψε την περασμένη εβδομάδα. |
πεθαίνω από κτ
O pai do Joe morreu de ataque cardíaco na sexta passada. Ο παππούς του Τζόυ πέθανε από καρδιακή προσβολή την περασμένη Παρασκευή. |
σβήνω, πεθαίνω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Meu amor por você nunca morrerá. Η αγάπη μου για σένα δεν θα σβήσει ποτέ. |
πεθαίνωverto intransitivo (με αντωνυμία) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "Não morra!", ela implorava em prantos. «Μη μου φύγεις!», παρακάλεσε κλαίγοντας. |
-verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ele morreu uma morte doída. Βρήκε οδυνηρό θάνατο. |
σβήνω, πεθαίνω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O projeto acabou quando todos perderam o interesse nele. Το έργο έσβησε όταν όλοι έχασαν το ενδιαφέρον τους. |
σκοτώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πεθαίνωverto intransitivo (pessoa) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποτυγχάνω(figurado: parar de funcionar, máquina) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σκοτώνω, αποτελειώνω(fim da vida de alguém) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σβήνω(figurado) (η μηχανή) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O aluno de direção soltou a embreagem muito rápido e o carro morreu. Ο μαθητευόμενος οδηγός άφησε τον συμπλέκτη πολύ γρήγορα και η μηχανή του αυτοκινήτου έσβησε. |
καταλήγω, εκπνέω(literatura) (ευφημισμός, λόγιος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σταματώ απότομαverbo transitivo (figurado) |
ξεμένω από μπαταρία(dispositivo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αργοσβήνω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φεύγω(eufemismo) (ευφημισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O tio James faleceu há alguns anos. O avô dele faleceu depois de uma luta de cinco anos com o câncer. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο θείος Τζέιμς έφυγε πριν μερικά χρόνια. |
πεθαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μαραζώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πεθαίνω για κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Amo tanto meus filhos que morreria por eles. |
και γαμώ(extremamente desejável) (αργκό, χυδαίο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκάω, ψήνομαι(informal, figurado) (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεπαγιάζω(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O amigo de Kate estava levando um tempão para abrir a porta. "Vai logo.", ela gritou. "Deixa-me entrar antes que eu congele!" Η φίλη της Κέιτ αργούσε να ανοίξει την πόρτα. «Γρήγορα», φώναξε η Κέιτ. «Άνοιξέ μου πριν παγώσω!» |
διαρκώ για πάντα(existir para sempre) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αμοιβαία τα αισθήματα(figurado, desprezo mútuo) (αρνητικό συναίσθημα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Τα αισθήματα είναι αμοιβαία ανάμεσά σε αυτούς τους δύο. Πάντα μισούσαν ο ένας τον άλλο. |
κλαίω από τα γέλιαlocução verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πεθαίνω για την πατρίδαlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο προπάππους μου πέθανε για την πατρίδα του το 1915. |
παγώνωlocução verbal (με αποτέλεσμα να πεθάνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καίγομαι ζωντανόςexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πεινάω, πεινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os grãos não cresceram e as pessoas estão passando fome. Οι σοδειές δεν απέδωσαν και ο κόσμος λιμοκτονεί. |
πεθαίνω νέος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λύνομαι στα γέλιαexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Foi tão divertido que eu morri de rir. Ήταν τόσο αστείο που λύθηκα στα γέλια. |
τρελαίνομαι στο γέλιοexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω υπερβολική δόσηexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεπαγιάζω(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Por que o ar-condicionado está tão forte? Estou congelando. Γιατί είναι τόσο δυνατός ο κλιματισμός; Ξεπάγιασα! |
σκάω(BRA: figurado, informal) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estou morrendo de calor! Não dá pra abrir uma janela? Σκάω! Δε μπορούμε να ανοίξουμε ένα παράθυρο; |
σκοτώνω λόγω ψύχουςexpressão verbal (animais) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτοκτονώexpressão (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκτελούμαι στην ηλεκτρική καρέκλαexpressão verbal (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψήνομαι, σκάω, βράζω(informal, figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tire seu casaco ou você vai morrer de calor. |
πεθαίνω της πείναςlocução verbal (figurado, informal) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A que horas é o jantar? Acho que vou morrer de fome se não comer algo logo. Audrey estava jogando voleibol há duas horas e estava morrendo de fome quando chegou em casa. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του morrer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του morrer
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.