Τι σημαίνει το edge στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης edge στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του edge στο Αγγλικά.
Η λέξη edge στο Αγγλικά σημαίνει άκρη, πλεονέκτημα, μύτη, μύτη, εξυπνάδα, λεπίδα, παρυφή, κινούμαι σταδιακά, κάνω μυτερό, κόβω τις άκρες, ακονίζω, απομακρύνομαι από κπ/κτ, παραγκωνίζω, νικάω, κερδίζω, στην πρώτη γραμμή, στην αιχμή, εκεί που σκάει το κύμα, φαλτσογωνία, η τελευταία λέξη, πρωτοποριακός, άκρη/χείλος γκρεμού, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, που είναι η τελευταία λέξη του, η τελευταία λέξη, προχωράω αργά, εμπρόσθια ακμή, εμπρόσθια άκρη, έχω πλεονέκτημα, κόψη του μαχαιριού, λάμα του μαχαιριού, τελευταία λέξη, χείλος προσβολής, τελευταία λέξη, ζω στα άκρα, στο χείλος του γκρεμού, μετέωρος, επισφαλής, -, σε αναμμένα κάρβουνα, στα πρόθυρα της καταστροφής, στην άκρη, στο προσκήνιο, στο όριο, στα πρόθυρα, φέρνω κπ στα άκρα, ωθώ κπ στα άκρα, επικίνδυνη κατάσταση, το πίσω μέρος, το πίσω άκρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης edge
άκρηnoun (limit, border, extremity) (όριο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The glass was set on the edge of the table. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το αυτοκίνητο ήταν σταματημένο στο χείλος του γκρεμού. |
πλεονέκτημαnoun (competitive advantage) (ευνοϊκότερη θέση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The home team had an edge over its opponents because it was taller. Οι γηπεδούχοι είχαν το αβαντάζ συγκριτικά με τους αντιπάλους τους, επειδή ήταν ψηλότεροι. |
μύτηnoun (narrow side) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hit it with the edge of the tool, not the wide side. Χτύπησέ το με τη μύτη του εργαλείου, όχι με την πλατιά πλευρά. |
μύτηnoun (sharpness of a blade) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The knife had a fine edge that could cut anything. Το μαχαίρι είχε μια λεπτή μύτη που μπορούσε να κόψει οτιδήποτε. |
εξυπνάδαnoun (sharpness of mind) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The boy has a real edge that helps him in class. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η εξυπνάδα του, τον έκανε τον καλύτερο μαθητή του σχολείου. |
λεπίδαnoun (blade) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The edge of the knife was ten centimetres long. Η λεπίδα του μαχαιριού είχε μήκος δέκα εκατοστά. |
παρυφήnoun (ridge of a hill) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There is a path along the edge up there. Υπάρχει ένα μονοπάτι εκεί πέρα, στις παρυφές του λόφου. |
κινούμαι σταδιακάintransitive verb (move gradually) Mark wanted to sit closer to Julie, so he edged toward her. Ο Μαρκ ήθελε να καθίσει δίπλα στην Τζούλι. Γι' αυτό κινήθηκε σιγά σιγά προς το μέρος της. |
κάνω μυτερόtransitive verb (apply an edge to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Edge the board so it will fit the open space tightly. Κάνε μυτερή τη σανίδα για να εφαρμόζει σφιχτά στο άνοιγμα. |
κόβω τις άκρεςtransitive verb (trim) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I have mown the lawn, now I need to edge it. |
ακονίζωtransitive verb (sharpen) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The cook edged her knife before cutting the meat. Η μαγείρισσα ακόνισε το μαχαίρι της πριν κόψει το κρέας. |
απομακρύνομαι από κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (distance yourself) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I tried to edge away from the drunk man on the bus. |
παραγκωνίζωphrasal verb, transitive, separable (displace, remove) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
νικάω, κερδίζωphrasal verb, transitive, inseparable (sports: defeat) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) - |
στην πρώτη γραμμήadverb (figurative (at the forefront) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στην αιχμήadverb (figurative (at the forefront of [sth]) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In 1440 Gutenberg's printing press was at the cutting edge of technology. |
εκεί που σκάει το κύμαadverb (on the bank or shore) (θάλασσα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We strolled at the water's edge, picking up shells. |
φαλτσογωνίαnoun (border cut at a slant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My desk has a bevelled edge. |
η τελευταία λέξηnoun (figurative (forefront) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρωτοποριακόςnoun as adjective (figurative (at the forefront) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άκρη/χείλος γκρεμούnoun (edge of a cliff) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Despite fencing and warning signs posted all along the cliff edge, at least one person a year ignores the danger and falls to his death. |
ανταγωνιστικό πλεονέκτημαnoun (business: superiority) |
που είναι η τελευταία λέξη τουnoun as adjective (figurative (advanced) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This cutting-edge hydrogen motor will revolutionize the auto industry. Αυτός ο προηγμένος κινητήρας υδρογόνου θα φέρει την επανάσταση στην αυτοκινητοβιομηχανία. |
η τελευταία λέξηnoun (forefront of [sth]) (μτφ, καθομ: με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cosmology is the cutting edge of modern science. Η κοσμολογία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της σύγχρονη επιστήμης. |
προχωράω αργάverbal expression (go slowly) The climber edged his way along the narrow ledge in the cliff face. |
εμπρόσθια ακμή, εμπρόσθια άκρηnoun (book: opening edge) |
έχω πλεονέκτημαverbal expression (figurative (be better) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) He always uses superior materials in order to have an edge on the competition. |
κόψη του μαχαιριούnoun (blade) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The knife edge was sharp and cut through the thick vegetables with ease. |
λάμα του μαχαιριούnoun (blade) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A knife's edge is generally very sharp. |
τελευταία λέξηnoun (figurative (forefront of a trend) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Mainframe computers used to be the leading edge of technology. |
χείλος προσβολήςnoun (plane: front of wing) (αεροναυπηγική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The jet lost a 2.4 metre long section of the tail wing's leading edge after takeoff. Μετά την απογείωση, το τζετ έχασε τμήμα μήκους 2,4 μέτρων από το χείλος πρόσβασης του ουραίου πτερυγίου. |
τελευταία λέξηnoun as adjective (figurative (at the forefront: of a trend) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ζω στα άκραverbal expression (informal, figurative (take risks) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Louise likes to take risks and live on the edge. |
στο χείλος του γκρεμούadverb (figurative (in danger) (μεταφορικά) |
μετέωρος, επισφαλήςadverb (figurative (in precarious state) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
-adverb (into a tense, anxious state) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) That strange sound set me on edge. Ο παράξενος ήχος με ανησύχησε. |
σε αναμμένα κάρβουναadjective (tense, anxious) (μεταφορικά: αγωνία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She was on edge, waiting for her exam results. Καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα περιμένοντας τα αποτελέσματα των εξετάσεών της. |
στα πρόθυρα της καταστροφήςexpression (figurative (on the verge of disaster) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στην άκρηadverb (literal (at the rim) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Peter was worried that the cup might fall, for it stood on the edge of the table. |
στο προσκήνιοadverb (figurative (at the forefront) (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) 3D technology is on the edge of movie-making techniques. |
στο όριο, στα πρόθυραexpression (figurative (on the verge of) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alpine skiers are always on the edge of losing control. |
φέρνω κπ στα άκρα, ωθώ κπ στα άκραverbal expression (figurative (cause [sb] to lose self-control) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hunger pushed the little girl over the edge and she stole a loaf of bread from the bakery. |
επικίνδυνη κατάστασηnoun (figurative (precarious situation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
το πίσω μέρος, το πίσω άκροnoun (rear edge of [sth] moving) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We're on the trailing edge of some really bad weather. You can spot a turkey vulture in flight by the silver trailing edge of his wings. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του edge στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του edge
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.