Τι σημαίνει το just στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης just στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του just στο Αγγλικά.

Η λέξη just στο Αγγλικά σημαίνει μόλις, ίσα, μόλις, μόνο, ακριβώς, αμέσως, ακριβώς, δίκαιος, δίκαιος, δίκαιος, δίκαιος, δίκαιος, ακριβής, λογικός, νόμιμος, απλά, είναι τυπική συμπεριφορά κπ, ελάχιστα, λιγάκι, λιγάκι, μισό λεπτό, μισό λεπτάκι, περίπου, πάνω κάτω, ακριβώς απέναντι, μόλις, στη γωνία, που δεν θέλει πολύ για να συμβεί, την στιγμή που, όπως...έτσι, ευτυχώς, μόνο και μόνο επειδή..., έτσι, έτσι, ακριβώς πριν, μεταξύ μας, εμπιστευτικός, δίκαιη τιμωρία, απλά κάνε κτ, απλά κάν' το!, που ίσα που φτάνει, ακριβώς όσο χρειάζεται, ακριβώς όσο χρειάζομαι, εδώ ακριβώς, ακριβώς εδώ, εδώ μόλις, αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησε, φαντάσου, σκέψου, για την περίπτωση που, σε περίπτωση που, για παν ενδεχόμενο, πάνω στην ώρα, αστειεύομαι, ακριβώς σαν κτ, κλασικός, έτσι απλά, νιόπαντροι, μόλις τώρα, αυτή τη στιγμή, μια φορά, για μια φορά, ακριβώς απέναντι, που μόλις κυκλοφόρησε, που μόλις κυκλοφόρησε, ό,τι πρέπει, όπως πρέπει, ακριβώς όπως πρέπει, λίγο κάτω από, λίγο λιγότερο από, τόσο όσο, τόσο όσο, ακριβώς το αντίθετο, εντελώς αντίθετος, εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο, ακριβώς ίδιος, ακριβώς αυτό που χρειάζεται, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι, ακριβώς εκείνη την στιγμή, που κουτσοδουλεύει, ό,τι πρέπει, αναρωτιέμαι, για λίγο, μόλις, ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι, αυτό χρειάζεται, θα προτιμούσα, Περίμενε και θα δεις!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης just

μόλις, ίσα

adverb (by a slim margin) (για κάτι που έκανα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He just missed the bus.

μόλις

adverb (a short time before)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You want another cup of tea? I've just made you one!
Θέλεις κι άλλο τσάι; Μόλις σου έφτιαξα!

μόνο

adverb (only, merely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I just want a straight answer. Nothing more.
Το μόνο που θέλω είναι μια ξεκάθαρη απάντηση. Τίποτε άλλο.

ακριβώς, αμέσως

adverb (immediately, shortly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Imran recalls hearing a loud bang just prior to crashing his car.
Ο Ίμραν θυμάται να άκουσε έναν δυνατό κρότο ακριβώς πριν τρακάρει το αυτοκίνητό του.

ακριβώς

adverb (precisely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That's just what I'm looking for.

δίκαιος

adjective (fair, rightful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Their punishment was harsh, but just.
Η τιμωρία τους ήταν αυστηρή αλλά δίκαιη.

δίκαιος

adjective (impartial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is considered a just judge.

δίκαιος

adjective (righteous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He who is just shall live in peace.

δίκαιος

adjective (legitimate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has just cause for complaint.

δίκαιος

adjective (equitable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was just in handing out punishments.

ακριβής

adjective (dated (accurate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her account gives a just impression of events.

λογικός

adjective (guided by reason)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her argument was just, but I'm still not convinced.

νόμιμος

adjective (lawful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has just title to the property.

απλά

adverb (positively)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I just love this film!

είναι τυπική συμπεριφορά κπ

verbal expression (informal (be typical, expected of [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's just like Alice to lock herself out of her own hotel room.

ελάχιστα, λιγάκι

adverb (informal (slightly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He has seemed to move just a bit to the left.

λιγάκι

noun (informal (a small amount)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Please, just give me a bit of sugar.

μισό λεπτό, μισό λεπτάκι

interjection (wait, stop)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just a minute, where do you think you're going?

περίπου, πάνω κάτω

adverb (more or less)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Well, I think that just about covers it, so let's end this discussion here.

ακριβώς απέναντι

adverb (on the opposite side of the road)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My in-laws moved in just across the street, which is handy for babysitting.

μόλις

preposition (immediately following)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Just after she'd finished her speech, she collapsed from exhaustion.

στη γωνία

adverb (in the next street)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The post office is just around the corner.

που δεν θέλει πολύ για να συμβεί

adverb (figurative (waiting to happen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
For every "safe" nuclear reactor, there is a disaster just around the corner.

την στιγμή που

conjunction (at the moment when)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The telephone rang just as I was getting into my bath.
Το τηλέφωνο χτύπησε τη στιγμή που έμπαινα στην μπανιέρα μου.

όπως...έτσι

conjunction (in the same way that)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Just as you have rights, so too you have responsibilities.
Με τον ίδιο τρόπο που έχεις δικαιώματα, έχεις κι ευθύνες.

ευτυχώς

expression (informal (fortunate)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's just as well I retired before they changed all the duties of my job.

μόνο και μόνο επειδή...

conjunction (for the sole reason that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just because she said something rude to you doesn't mean you should be rude back. I love you just because you're you.
Μόνο και μόνο επειδή σου είπε κάτι αγενές, δεν σημαίνει ότι πρέπει κι εσύ να είσαι αγενής. Σ' αγαπάω μόνο και μόνο επειδή είσαι εσύ.

έτσι

expression (avoiding explanation)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Why did you do that?" "Just because."

έτσι

expression (for no specific reason)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Paul bought me flowers just because.

ακριβώς πριν

preposition (a moment prior to)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I like to have a hot bath just before I go to bed.

μεταξύ μας

expression (speaking confidentially)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just between us, I think her nose job was a big mistake.

εμπιστευτικός

expression (confidential, private)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is just between us: don't tell anyone!

δίκαιη τιμωρία

plural noun (deserved punishment)

I'd say getting stung by a bee is your just deserts for getting too near the hive.

απλά κάνε κτ

verbal expression (take action)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Don't argue with me, just go upstairs and tidy your room!

απλά κάν' το!

interjection (take action, do not hesitate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't procrastinate over the possible consequences, just do it!
Μην κωλυσιεργείς εξαιτίας των πιθανών συνεπειών, απλά κάν' το!

που ίσα που φτάνει

adverb (barely sufficiently)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We have just enough supplies for ourselves. We can't afford to take on anyone else.
Οι προμήθειές μας είναι ίσα ίσα για μας. Δεν μπορούμε να πάρουμε κανέναν άλλον.

ακριβώς όσο χρειάζεται, ακριβώς όσο χρειάζομαι

noun (precisely sufficient amount)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is just enough sugar for my coffee tomorrow.

εδώ ακριβώς, ακριβώς εδώ

adverb (in this exact spot)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The man was attacked just here, next to the bus-stop.

εδώ μόλις

adverb (here recently)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I was just here last week when I was visiting Helen.
Ήμουν σ' αυτό ακριβώς το σημείο την περασμένη εβδομάδα όταν επισκέφθηκα την Έλεν.

αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησε

interjection (pay no attention)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't let it bother you. Just ignore it!
Μην σε ανησυχεί. Αγνόησε το (or: Άστο)!

φαντάσου, σκέψου

interjection (informal (picture, envisage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Just imagine how surprised everyone will be to see you again!
Φαντάσου μόνο πόσο θα εκπλαγούν όλοι που θα σε ξαναδούν!

για την περίπτωση που, σε περίπτωση που

conjunction (if it should happen that)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You should take an umbrella just in case it rains.
Καλό θα ήταν να πάρεις μια ομπρέλα, σε περίπτωση που βρέξει.

για παν ενδεχόμενο

adverb (for this eventuality)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
They may ask for some kind of ID, so take your passport just in case.
Ίσως ζητήσουν κάποιο είδος ταυτότητας, πάρε λοιπόν το διαβατήριό σου για παν ενδεχόμενο.

πάνω στην ώρα

expression (almost too late)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The paramedics arrived just in time. You got here just in time, you almost missed all the fun.

αστειεύομαι

interjection (informal (I was only joking!)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Just kidding!" he exclaimed, after pretending to have left the document on the train.

ακριβώς σαν κτ

preposition (informal (very similar to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Amy has got a pair of shoes just like yours.
Η Έιμυ έχει πάρει ένα ζευγάρι παπούτσια ολόιδια με τα δικά σου.

κλασικός

preposition (informal (typical of: [sb]) (ειρωνικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Just like Henry to be late on his own wedding day!
Κλασικός Χένρυ! Άργησε ακόμα και στον γάμο του!

έτσι απλά

adverb (informal (suddenly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
One minute Lucy was here, then she disappeared – just like that!

νιόπαντροι

expression (sign on newlyweds' car)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
As we drove away on our honeymoon a sign on the back of our car read "Just Married!".

μόλις τώρα

adverb (informal (a moment ago)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Colin was here just now – perhaps he's gone to get something from his office.

αυτή τη στιγμή

adverb (informal (at this moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I'm busy just now – could you possibly come back later?

μια φορά, για μια φορά

adverb (informal (one time only)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Just once, I wish you would ask politely. I'll make an exception just once.

ακριβώς απέναντι

adverb (immediately across)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Carry straight on until you get to the cathedral - the post office is just opposite.

που μόλις κυκλοφόρησε

adjective (book, report: newly published)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's a book just out that covers this subject in detail. The author's new novel is just out in paperback.
Υπάρχει ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε και καλύπτει αναλυτικά το θέμα. Το καινούριο βιβλίο του συγγραφέα που μόλις κυκλοφόρησε είναι χαρτόδετο.

που μόλις κυκλοφόρησε

adjective (film, music: newly released)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jude Law's latest film is just out.

ό,τι πρέπει

adjective (informal (perfect)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Those curtains would be just right for the living room.

όπως πρέπει, ακριβώς όπως πρέπει

adverb (informal (perfectly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Joan has a talent for roasting the potatoes just right.

λίγο κάτω από, λίγο λιγότερο από

preposition (slightly under)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The price of oil is now just shy of $50 a barrel.

τόσο όσο

adjective (informal (perfect, exact) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Personally, I like steak when it is just so.

τόσο όσο

adverb (informal (exactly, perfectly) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The chef cooked the chicken just so.

ακριβώς το αντίθετο

adverb (informal (on the contrary)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You did just the opposite of what I advised.

εντελώς αντίθετος

adjective (informal (completely unalike)

She is just the opposite of her sister.

εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο

adverb (informal (even so)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Although Davina probably won't mind, just the same we ought to ask her before we borrow her bike.

ακριβώς ίδιος

adjective (informal (exactly alike)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Are those new boots? Ed has a pair that are just the same.

ακριβώς αυτό που χρειάζεται, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι

adjective (exactly what is needed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you're stuck for something to listen to, I've got just the thing: this excellent new jazz album.

ακριβώς αυτό που χρειάζομαι

expression (figurative (exactly what is wanted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A cup of tea is just the ticket right now.
Μία κούπα τσάι είναι ακριβώς αυτό που χρειάζομαι τώρα.

ακριβώς εκείνη την στιγμή

adverb (at that moment)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She got into bed, but just then the telephone rang.

που κουτσοδουλεύει

adjective (functioning, going on)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At the moment the business is just ticking over, but I'm confident it'll improve once the recession's over.

ό,τι πρέπει

noun (figurative, informal ([sth] needed and welcomed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A week's holiday in the sun was just what the doctor ordered.

αναρωτιέμαι

expression (I'm curious)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Are you and Kevin planning to get married? Just wondering.

για λίγο

adverb (by slight margin)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She won the race, but only just.

μόλις

adverb (very recently)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I have only just begun to learn French; I'm on lesson three.

ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι

interjection (informal (that is precisely the issue)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
That's just it. We don't agree so we'll never arrive at a solution.

αυτό χρειάζεται

interjection (it's exactly what is needed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Take an aspirin – that's just the thing for a bad headache.
Πάρε μια ασπιρίνη - αυτό χρειάζεται για τον πονοκέφαλο.

θα προτιμούσα

auxiliary verb (would rather)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Περίμενε και θα δεις!

interjection (informal (I'll show you I'm right)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του just στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του just

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.