Τι σημαίνει το couche στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης couche στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του couche στο Γαλλικά.

Η λέξη couche στο Γαλλικά σημαίνει στρώση, επίστρωση, επικάλυψη, στρώση, θεμέλιο, στρώμα, υπόστρωμα, ανήμπορος, αβοήθητος, επικάλυψη, κάλυμμα, πάνα, στρώμα, στρώση, κάτω, στρώμα, στο κρεβάτι, ενδιάμεσο στρώμα, πάνα, λεπτό στρώμα, σεντόνι, στρώμα πάγου, ξαπλωμένος, πλαγιασμένος, συσσώρευση, συσσώρευση, κοινωνική ομάδα, επικάλυψη, επίστρωση, κρούστα, ξαπλωμένος, ξαπλωμένος, περισκλήρυνση, στρώνω, απλώνω, στρώνω πάνω σε κτ, απλώνω πάνω σε κάτι, βάζω στο κρεβάτι, βάζω για ύπνο, κοιμίζω, βάζω κπ για ύπνο, κοιμίζω, πηδιέμαι, γαμιέμαι, ρίχνω, πηδιέμαι, μπρούτζινος, ομοιόμορφα, σε λεπτό στρώμα, επιφανειακό έδαφος, υπόστρωμα, τσούλα, φυτώριο, σπορείο, πάγκος άρσης βαρών, νυχτοπούλι, σαμαράκι, αντιδιαβρωτική επίστρωση, υπέδαφος, φινίρισμα, μονωτικό υλικό, ξηροτάτητας, ξαπλωμένος ανάσκελα, ξαπλωμένος ανάσκελα, τσούλα, αποβολή, τελικό στρώμα, υπόστρωμα, πάνα μίας χρήσης, χιόνι, χέρι, στρώμα χρώματος, εξωτερική στρώση, σφαίρα του όζοντος, υφασμάτινη πάνα, εξωτερικό περίβλημα, επίχρισμα σε σκόνη, σαμαράκι, επικάλυψη με κερί, μονοστιβάδα, υπέρστρωμα, επίστρωμα, ατμόσφαιρα εδάφους, αποβάλλω, είμαι ξαπλωμένος, προστατευτικό στρώμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης couche

στρώση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous avons fait des forages à travers plusieurs couches de roche pour trouver de l'eau.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτή η τούρτα έχει τρεις στρώσεις κρέμας.

επίστρωση, επικάλυψη, στρώση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les cartes à jouer sont constituées de papier recouvert d'une couche de plastique pour les protéger.
Τα χαρτιά της τράπουλας φτιάχνονται από χαρτί με μια επικάλυψη πλαστικού για να προστατεύονται.

θεμέλιο

(αυτό πάνω στο οποίο έχει χτιστεί κάτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La maison était construite sur une solide couche (or: strate) de pierre.

στρώμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπόστρωμα

(route)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La route était constituée de goudron et de pierres sur une couche (or: strate) de graviers.
Ο δρόμος ήταν φτιαγμένος από πίσσα και πέτρες, πάνω σε ένα υπόστρωμα από χαλίκι.

ανήμπορος, αβοήθητος

adjectif (figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επικάλυψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le cachet est enrobé d'une couche de sucre, ce qui le rend facile à avaler.
Το χάπι έχει μια γλυκιά επικάλυψη, και έτσι δεν είναι δύσκολο να το καταπιείς.

κάλυμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Une épaisse couche de fourrure imperméable protège les ornithorynques du froid.

πάνα

(pour bébé)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Richard a changé la couche du bébé.
Ο Ρίτσαρντ άλλαξε την πάνα του μωρού.

στρώμα

(de neige)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Une couche de neige dissimulait l'herbe séchée et les déchets éparpillés.

στρώση

nom féminin (de peinture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette pièce a besoin de trois couches de peinture.
Το δωμάτιο αυτό χρειάζεται τρεις στρώσεις μπογιά.

κάτω

interjection (à un animal) (εντολή σε σκύλο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Couché ! Va dans ta niche !

στρώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les fraises étaient recouvertes d'une couche de chocolat.

στο κρεβάτι

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενδιάμεσο στρώμα

πάνα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λεπτό στρώμα

Une fine fiche de poussière recouvrait les meubles.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένα λεπτό στρώμα λαδιού κάλυπτε τη λίμνη.

σεντόνι

(figuré : de neige) (μεταφορικά, λόγιος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Une couche de neige fraîchement tombée recouvrait la pelouse.
Μια φρέσκια στρώση χιονιού απλωνόταν πάνω στο γρασίδι.

στρώμα πάγου

nom féminin (de glace)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Après la pluie verglaçante, une couche (or: pellicule) de glace recouvre la voiture.

ξαπλωμένος, πλαγιασμένος

(littéraire)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

συσσώρευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y a une accumulation de graisse sur la cuisinière.

συσσώρευση

(βαθμιαία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu peux utiliser une lame de rasoir pour enlever l'accumulation de suie.

κοινωνική ομάδα

(population)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Certains segments de la population, en particulier ceux qui ont des revenus élevés, votent pour le candidat de l'autre parti.

επικάλυψη, επίστρωση

(décoratif)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρούστα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξαπλωμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ξαπλωμένος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai passé l'après-midi allongé sur le canapé à regarder la télévision.

περισκλήρυνση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στρώνω, απλώνω

(mettre en position couchée)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pour créer l'allée du jardin, Lucie a couché les dalles de pierre au sol.

στρώνω πάνω σε κτ, απλώνω πάνω σε κάτι

verbe transitif (poser en une couche)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si vous couchez les verres dans de la paille, ils seront protégés.
Αν στρώσεις τα γυαλιά πάνω σε άχυρο, θα τα προστατεύσει.

βάζω στο κρεβάτι, βάζω για ύπνο

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nourrice devait baigner et coucher (or: mettre au lit) les enfants avant sept heures.

κοιμίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La chambre pouvait loger cinq personnes.

βάζω κπ για ύπνο

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je lis une histoire à ma fille chaque soir quand je vais la coucher.

κοιμίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily a donné à manger aux enfants, leur a fait prendre leur bain et les a couchés.

πηδιέμαι, γαμιέμαι

verbe intransitif (familier) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu t'attends à ce que je couche au premier rendez-vous, tu peux te gratter !
Αν νομίζεις ότι θα πηδηχτώ από το πρώτο ραντεβού, γελιέσαι!

ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο αέρας έριξε την κούνια μας και την ομπρέλα για τον ήλιο.

πηδιέμαι

(faire l'amour) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il voulait le faire mais elle a dit non.

μπρούτζινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ομοιόμορφα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο χτίστης άπλωσε το κονίαμα ομοιόμορφα πάνω στα τούβλα.

σε λεπτό στρώμα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

επιφανειακό έδαφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπόστρωμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τσούλα

(populaire, péjoratif) (χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυτώριο, σπορείο

(déjà semé)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάγκος άρσης βαρών

nom masculin (Musculation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bruce est à la salle, à faire du développé-couché.

νυχτοπούλι

(familier) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Programmée à une heure du matin, cette émission est destinée aux couche-tard.

σαμαράκι

(υπερύψωση οδοστρώματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντιδιαβρωτική επίστρωση

nom féminin

υπέδαφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φινίρισμα

(το υλικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μονωτικό υλικό

(matériau)

ξηροτάτητας

(couche de feuilles)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le cochon sauvage creusait la litière dans l'espoir de trouver des champignons.

ξαπλωμένος ανάσκελα

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
À la fin du cours de yoga, les élèves se sont reposés, couchés (or: allongés) sur le dos.

ξαπλωμένος ανάσκελα

adjectif

Après cette marche de 16 km, il était tellement fatigué qu'il est resté allongé sur le dos pendant une heure.

τσούλα

(familier, péjoratif) (προσβλητικό!)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette salope couche avec n'importe qui.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μια παλιογυναίκα είναι που τον ξελόγιασε!

αποβολή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tina a fait une fausse couche à son deuxième mois de grossesse.
Η Τίνα είχε μια αποβολή όταν ήταν δυο μηνών έγκυος.

τελικό στρώμα

nom féminin (de peinture)

υπόστρωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάνα μίας χρήσης

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les couches jetables sont bien plus pratiques que les couches lavables.

χιόνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le manteau neigeux fond vite : il ne reste que quelques centimètres.

χέρι, στρώμα χρώματος

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cette porte a besoin d'une autre couche de peinture.

εξωτερική στρώση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai besoin d'un manteau chaud, avec une doublure en laine et une couche extérieure imperméable.

σφαίρα του όζοντος

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υφασμάτινη πάνα

εξωτερικό περίβλημα

nom féminin

επίχρισμα σε σκόνη

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σαμαράκι

nom masculin (familier) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επικάλυψη με κερί

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μονοστιβάδα

nom féminin (Chimie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπέρστρωμα, επίστρωμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ατμόσφαιρα εδάφους

nom féminin (Météorologie)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αποβάλλω

verbe intransitif (για εγκυμοσύνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι ξαπλωμένος

locution verbale (personne)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

προστατευτικό στρώμα

Pour approfondir la couleur de la peinture, ajouter une deuxième couche.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του couche στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του couche

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.