Τι σημαίνει το curtain στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης curtain στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του curtain στο Αγγλικά.

Η λέξη curtain στο Αγγλικά σημαίνει κουρτίνα, κουρτίνες, αυλαία, πέπλο, η αυλαία, η αυλαία, καταστροφή, καταστροφή, απομονώνω κτ με κουρτίνα, στο παρασκήνιο, υπόκλιση, κουρτινόξυλο, κουρτινόξυλο, διακοσμητικός τοίχος πρόσοψης, εξωτερικός τοίχος, μικρό δρώμενο που ανοίγει μια παράσταση, μικρό δρώμενο, αυλαία, αυλαία, Σιδηρούν Παραπέτασμα, σιδηρούν παραπέτασμα, ιδεολογικό χάσμα, κουρτίνα ντους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης curtain

κουρτίνα

noun (drapery for a window)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Please open the curtain to let the sunlight in.
Σε παρακαλώ άνοιξε την κουρτίνα να μπει μέσα το φως του ήλιου.

κουρτίνες

plural noun (pair of drapes on a window)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
It's getting dark outside; I'll close the curtains.
Σκοτεινιάζει έξω. Θα κλείσω τις κουρτίνες.

αυλαία

noun (theater: drape concealing stage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was thunderous applause as the curtain came down.
Το χειροκρότημα ήταν δυνατό όταν έπεσε η αυλαία.

πέπλο

noun (figurative (rain, fog, etc.) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Through the curtain of fog, I could just make out the shape of a motorway rescue vehicle.
Μέσα από το πέπλο της ομίχλης, μετά βίας διέκρινα το σχήμα ενός οχήματος διάσωσης.

η αυλαία

noun (figurative, uncountable (end of show) (πέφτει)

The actors can't relax until after the curtain.
Οι ηθοποιοί δεν μπορούν να χαλαρώσουν μέχρι να πέσει η αυλαία.

η αυλαία

noun (figurative, uncountable (show time) (ανοίγει)

Curtain is at 4 o'clock sharp. Don't be late!
Η αυλαία ανοίγει στις 4 η ώρα ακριβώς. Μην αργήσεις!

καταστροφή

expression (figurative, informal (death, disastrous end) (για κάποιον/κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If this gets into the wrong hands, it's curtains for the free world.
Αν αυτό πέσει στα λάθος χέρια, θα είναι καταστροφή για τον ελεύθερο κόσμο.

καταστροφή

plural noun (figurative, informal (death, disastrous end)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If reinforcements don't come soon, it'll be curtains.
Αν δεν έρθουν οι ενισχύσεις σύντομα, θα έρθει το τέλος.

απομονώνω κτ με κουρτίνα

phrasal verb, transitive, separable (create barrier with curtain)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο παρασκήνιο

expression (unseen)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They appear to have a happy marriage, but who knows what goes on behind the curtain. The customers don't realise how much work goes on behind the curtain.
Φαίνεται ότι έχουν έναν ευτυχισμένο γάμο, αλλά ποιος ξέρει τι συμβαίνει στο παρασκήνιο. Οι πελάτες δεν αντιλαμβάνονται πόση δουλειά γίνεται στο παρασκήνιο.

υπόκλιση

noun (performers' bow at end of play)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουρτινόξυλο

noun (bar for hanging drapes)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κουρτινόξυλο

noun (rail that curtains hang from)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διακοσμητικός τοίχος πρόσοψης

noun (exterior wall)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εξωτερικός τοίχος

noun (castle: outer wall) (σε κάστρο)

μικρό δρώμενο που ανοίγει μια παράσταση

noun (theater: short opening piece)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μικρό δρώμενο

noun (figurative (preliminary event)

αυλαία

noun (end of a theatre performance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The final curtain went down and the entire audience stood up and cheered.

αυλαία

noun (figurative (end of [sth] lengthy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Σιδηρούν Παραπέτασμα

noun (figurative (ideological separation between Soviet Union and the West) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
During the 1950s it was very difficult for Westerners to travel behind the Iron Curtain.

σιδηρούν παραπέτασμα, ιδεολογικό χάσμα

noun (figurative (ideological separation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've no idea what they're planning: they've put up an iron curtain of secrecy in recent weeks.

κουρτίνα ντους

noun (waterproof sheet around a shower)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She hung a crisp white shower curtain to complete the remodeled bathroom.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του curtain στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του curtain

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.