Τι σημαίνει το deposit στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης deposit στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του deposit στο Αγγλικά.
Η λέξη deposit στο Αγγλικά σημαίνει κατάθεση, εγγύηση, προκαταβολή, κοίτασμα, τοποθετώ, βάζω, καταθέτω, εναπόθεση, αφήνω, τοποθετώ, εισάγω, εναποθέτω, τραπεζική κατάθεση, πιστοποιητικό κατάθεσης, αποδεικτικό κατάθεσης, ποσό προς κατάθεση, απόδειξη κατάθεσης, απευθείας κατάθεση, ασφαλούς φύλαξης, χρηματοκιβώτιο, εγγύηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης deposit
κατάθεσηnoun (money: in bank) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The bank statement shows deposits in one column and withdrawals in another. Το αντίγραφο κινήσεων λογαριασμού δείχνει τις καταθέσεις σε μία στήλη και τις αναλήψεις σε άλλη. |
εγγύησηnoun (money: for security) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The tenants paid the landlord a deposit in case of damages. Οι ενοικιαστές έδωσαν στον σπιτονοικοκύρη ένα καπάρο για την περίπτωση ζημιών. |
προκαταβολήnoun (money: partial payment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alice paid a deposit for the furniture in the store and agreed to pay the balance on delivery. Η Άλις έδωσε μια προκαταβολή για τα έπιπλα στο κατάστημα και συμφώνησε να καταβάλει το υπόλοιπο ποσό κατά την παραλαβή. |
κοίτασμαnoun (accumulation of mineral, ore, oil, etc.) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The mining company found deposits of coal. |
τοποθετώ, βάζωtransitive verb (place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The mother deposited the baby in the crib. Η μητέρα έβαλε το μωρό στην κούνια. |
καταθέτωtransitive verb (money: put in bank) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter went to the bank to deposit a cheque. Ο Πήτερ πήγε στην τράπεζα για να καταθέσει μια επιταγή. |
εναπόθεσηnoun ([sth] left behind) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The floods left deposits of mud in people's houses. |
αφήνωtransitive verb (place and leave) (συνήθως για φύλαξη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John deposited his suitcases in a locker at the station. |
τοποθετώ, εισάγωtransitive verb (coin: insert) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please deposit the exact change in the machine. |
εναποθέτωtransitive verb (lay down, throw down) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The floods deposited mud in the villagers' homes. |
τραπεζική κατάθεσηnoun (money put in account) |
πιστοποιητικό κατάθεσης, αποδεικτικό κατάθεσηςnoun (financial account) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ποσό προς κατάθεσηnoun (banking) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
απόδειξη κατάθεσηςnoun (US (bank: lists money deposited) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The cash machine had run out of deposit slips again. Most checkbooks come with a few deposit slips. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παρακαλώ να μου αποστείλετε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο την απόδειξη κατάθεσης ώστε να ετοιμάσω άμεσα την παραγγελία σας. |
απευθείας κατάθεση(direct payment) |
ασφαλούς φύλαξηςnoun as adjective (equipped with storage facilities) (σε γενική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χρηματοκιβώτιοnoun (secure container in a bank) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I keep my expensive jewelry and old photos in a safe-deposit box. |
εγγύησηnoun (money from tenant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The landlord asked the tenants for a security deposit before they were allowed to move into the apartment. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του deposit στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του deposit
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.