Τι σημαίνει το security στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης security στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του security στο Αγγλικά.
Η λέξη security στο Αγγλικά σημαίνει ασφάλεια, ασφάλεια, προστασία, ασφάλεια, οικονομική ασφάλεια, ασφάλεια, σιγουριά, βεβαιότητα, εγγύηση, εγγύηση, χρεόγραφο, αξιόγραφο, παραβίαση ασφαλείας, παραβίαση ασφαλείας, άδεια, εξουσιοδότηση, μετοχικός τίτλος, χρηματική εγγύηση, εθνική ασφάλεια, εργασιακή σταθερότητα, φυλακή υψίστης ασφαλείας, εθνική ασφάλεια, ασφάλεια σχολείου, μυστική αστυνομία, κουβέρτα παιδιού που παρέχει ασφάλεια,ανακούφιση ή παρηγοριά, οικείο αντικείμενο που παρέχει ασφάλεια, ανακούφιση ή παρηγοριά, κάμερα ασφαλείας, διαπίστευση ασφαλείας, κωδικός ασφαλείας, Συμβούλιο Ασφαλείας, εγγύηση, δύναμη ασφαλείας, ειρηνευτική δύναμη, δυνάμεις ασφαλείας, φρουρός, φύλακας, μέτρα ασφαλείας, πιθανός κίνδυνος για την ασφάλεια, σύστημα ασφαλείας, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, κοινωνική ασφάλιση, Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης security
ασφάλειαnoun (freedom from risk) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This rope will give you the security to climb without fear. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μαζί σου αισθάνομαι σιγουριά. |
ασφάλειαnoun (freedom from care) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Their parents' love provided the children with security. |
προστασία, ασφάλειαnoun (protection) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He carried a gun for security. |
οικονομική ασφάλειαnoun (freedom from want) Ian married the heiress for security. |
ασφάλειαnoun (precautions against theft) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The double lock gave the flat security. |
σιγουριά, βεβαιότηταnoun (assurance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You may act with the security that all will go according to plan. |
εγγύησηnoun (law: deposit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You may have bail if you can provide security of ten thousand pounds. |
εγγύησηnoun (rent damage deposit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The lease requires that you escrow both rent and security. |
χρεόγραφοnoun (stocks, bonds) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The brokerage made money by selling securities. |
αξιόγραφοnoun (finance: proves stock ownership) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) If necessary, our broker can produce the securities to prove that we own the stocks. |
παραβίαση ασφαλείαςnoun (unauthorized entry) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) There was a breach of security at the airport when a teenager got onto the airfield. |
παραβίαση ασφαλείαςnoun (information leak, theft) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Because of the security breach, thousands of users' passwords were exposed to hackers. |
άδεια, εξουσιοδότησηnoun (access to secret information) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Thomas does not have the necessary clearance for those files. Ο Τομάς δεν έχει την απαραίτητη εξουσιοδότηση για εκείνα τα αρχεία. |
μετοχικός τίτλοςnoun (ownership shares in a company) |
χρηματική εγγύησηnoun (stock, bond, trust, etc.) The securities market is where financial securities are bought and sold. |
εθνική ασφάλειαnoun (US (national defence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Homeland security is a top government priority. |
εργασιακή σταθερότηταnoun (chances of staying in employment) In the current economy, job security is a major concern of many employees. |
φυλακή υψίστης ασφαλείαςnoun (prison with greatest precautions against escape) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The serial killer was sentenced to life imprisonment in a maximum-security prison. |
εθνική ασφάλειαnoun (defence of a country) He found some documents concerning national security. |
ασφάλεια σχολείουnoun (school's safety) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A number of measures have been taken to improve school security. |
μυστική αστυνομίαnoun (covert police force) |
κουβέρτα παιδιού που παρέχει ασφάλεια,ανακούφιση ή παρηγοριάnoun (child's comforter) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The baby wouldn't sleep without her security blanket. |
οικείο αντικείμενο που παρέχει ασφάλεια, ανακούφιση ή παρηγοριάnoun (figurative ([sth] comforting or reassuring) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Insecure men often carry guns as a security blanket. She had her speech written on cue cards as a security blanket. |
κάμερα ασφαλείαςnoun (closed-circuit TV camera) (σε δημόσιους χώρους) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The thief was caught on a security camera stealing a bottle of wine. |
διαπίστευση ασφαλείαςnoun (access to top secret information) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Jones was given security clearance to access the documents. |
κωδικός ασφαλείαςnoun (series of digits used as pass code) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) You have to use a security code to open the door of the computer lab. |
Συμβούλιο Ασφαλείαςnoun (UN division) (Ο.Η.Ε.) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εγγύησηnoun (money from tenant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The landlord asked the tenants for a security deposit before they were allowed to move into the apartment. |
δύναμη ασφαλείας, ειρηνευτική δύναμηnoun (military peacekeeping group) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The UN sent a security force to keep the peace in the region. |
δυνάμεις ασφαλείαςplural noun (law: military) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The security forces are responsible for maintaining public order and safety. |
φρουρός, φύλακαςnoun (person: protects building) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The security guard patrolled the shopping centre looking for rowdy schoolchildren. Ο φύλακας (or: φρουρός) έκανε περιπολία στο εμπορικό κέντρο ψάχνοντας για άτακτους μαθητές. |
μέτρα ασφαλείαςplural noun (for safety or secrecy) There are various security measures you can take to protect yourself against cybercrime. |
πιθανός κίνδυνος για την ασφάλειαnoun (potential danger to state security) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Foreign nationals who are considered to be a security risk will be deported. |
σύστημα ασφαλείαςnoun (prevents theft, intrusion) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The company supplies burglar alarms and other security systems. |
πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιαςnoun (welfare program) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Without social security, a lot of British people would be living in abject poverty. |
κοινωνική ασφάλισηnoun (welfare system) I won't be eligible for Social Security until I'm 62. |
Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισηςnoun (US (governmental organization) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του security στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του security
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.