Τι σημαίνει το dimmer στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dimmer στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dimmer στο Αγγλικά.

Η λέξη dimmer στο Αγγλικά σημαίνει πιο χαμηλός, πιο χαζός, πιο ανόητος, ροοστάτης, μικρά φώτα, χαμηλός, ελαφρύς, αμυδρός, ελαφρύς, αργόστροφος, χαμηλώνω, χαμηλώνω, αμυδρός, αχνός, θολός, αμυδρός, αμυδρός, εξανεμίζομαι, ξεθωριάζω, σβήνω, ξεθωριάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dimmer

πιο χαμηλός

adjective (light: less bright) (φωτισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Although they are the same type of light bulb, this one is dimmer than that one.

πιο χαζός, πιο ανόητος

adjective (informal, figurative, pejorative (person: less intelligent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sadie is dimmer than her genius sister.

ροοστάτης

noun (light-dimming control)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The dining room has a dimmer for more flattering lighting.

μικρά φώτα

noun (US (headlight: low beam) (αυτοκινήτου)

Use the dimmer when you approach another car.

χαμηλός, ελαφρύς

adjective (light: not bright)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In the dim light, Alison could just make out the shapes of the furniture in the room.
Στο χαμηλό (or: αμυδρό) φως, η Άλισον μόλις που μπορούσε να ξεχωρίσει τα σχήματα των επίπλων στο δωμάτιο.

αμυδρός, ελαφρύς

adjective (memory: vague, faded)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I have a dim memory of some French guy chatting us up in a café when we were on a school trip; what was his name again?

αργόστροφος

adjective (figurative, informal (not smart) (καθομιλουμένη, πιθανά προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tim's very nice, but he's dim; he doesn't get good grades at school.
Ο Τιμ είναι πολύ συμπαθητικός, αλλά είναι αργόστροφος, δεν παίρνει καλούς βαθμούς στο σχολείο.

χαμηλώνω

transitive verb (lights: make less bright)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hoping for a romantic evening, Helen dimmed the lights.
Ελπίζοντας σε μια ρομαντική βραδιά, η Έλεν χαμήλωσε τα φώτα.

χαμηλώνω

intransitive verb (lights: become less bright)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The lights in the theatre dimmed as the curtain opened.
Τα φώτα στο θέατρο χαμήλωσαν καθώς άνοιξε η αυλαία.

αμυδρός, αχνός

adjective (not distinct)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I could see the dim outline of something, but I couldn't be sure what it was.

θολός

adjective (not seeing clearly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My eyes were dim with tears.

αμυδρός

adjective (figurative (not likely) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The team only had a dim chance of winning.

αμυδρός

adjective (vague, not precise) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tony had a dim idea that Jerry was after his job.

εξανεμίζομαι, ξεθωριάζω, σβήνω

intransitive verb (figurative (hope: fade) (μεταφορικά, λόγιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hopes are dimming for the safe return of the missing seamen.

ξεθωριάζω

intransitive verb (memory: fade) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The memory of his wife's face had dimmed in the years since her death.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dimmer στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dimmer

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.