Τι σημαίνει το dig στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dig στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dig στο Αγγλικά.

Η λέξη dig στο Αγγλικά σημαίνει σκάβω, σκάβω, σκάβω, σκάβω για να βρω κτ, ψαρεύω, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, σκαλίζω, καρφί, ανασκαφή, σκουντιά, σπίτι, γουστάρω, σκάβω, βγάζω, σκουντάω, σκουντώ, χώνομαι, χώνω, τσακίζω, κατασπαράζω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πεισμώνω, μουλαρώνω, ξεθάβω, ξεθάβω, αποκαλύπτω, φέρνω στην επιφάνεια, χτύπημα κάτω από τη ζώνη, χτύπημα κάτω από τη μέση, βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις για να κάνω κτ, ψάχνω βαθιά μέσα μου, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις, βάζω το χέρι στην τσέπη, ξεθάβω, ξεκαθαρίζω, τακτοποιώ εκκρεμότητες, ξεκαθαρίζω, πεισμώνω, τα χώνω, θάβω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dig

σκάβω

intransitive verb (turn soil with a spade, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can see Tom outside digging in the garden.
Βλέπω τον Τομ να σκάβει έξω στον κήπο.

σκάβω

transitive verb (remove, turn up: soil)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The gardener is digging the vegetable plot.
Ο κηπουρός σκάβει τον λαχανόκηπο.

σκάβω

transitive verb (make a hole, trench, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The puppy dug a hole and buried the bone.

σκάβω για να βρω κτ

(excavate, search)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The pirate dug for the hidden treasure.
Ο πειρατής έσκαψε για να βρει τον κρυμμένο θησαυρό.

ψαρεύω

(figurative (try to obtain, elicit [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's a tabloid reporter's job to dig for scandalous information.
Είναι δουλειά των ρεπόρτερ του κίτρινου τύπου να ψαρεύουν σκανδαλιστικές πληροφορίες.

πέφτω με τα μούτρα σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (eat heartily) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The apple pie looks delicious; I can't wait to dig into it.
Η μηλόπιτα φαίνεται πεντανόστιμη, δεν κρατιέμαι να πέσω με τα μούτρα πάνω της.

σκαλίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (investigate) (μεταφορικά: κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The detective started digging into the suspect's past.
Ο ντετέκτιβ άρχισε να σκαλίζει το παρελθόν του υπόπτου.

καρφί

noun (figurative, slang (critical remark) (αργκό, μτφ: πετάω, ρίχνω)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Janet didn't appreciate her boss's dig about her hairstyle.
Η Τζάνετ δεν χάρηκε και πολύ με το καρφί του αφεντικού της για το κούρεμά της.

ανασκαφή

noun (excavation) (συνήθως αρχαιολογική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The archeologists are all working on the dig.
Όλοι οι αρχαιολόγοι δουλεύουν στην ανασκαφή.

σκουντιά

noun (informal (jab with elbow or finger)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Robert was falling asleep, but my dig in the ribs woke him up.

σπίτι

plural noun (slang (dwelling)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Alison has digs just a few minutes' walk from her college.

γουστάρω

transitive verb (dated, slang (enjoy) (αργκό: μου αρέσει)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I really dig disco music.

σκάβω, βγάζω

transitive verb (mine: coal) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Miners have been digging coal here for decades.

σκουντάω, σκουντώ

transitive verb (informal (jab with elbow or finger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jason grinned and dug me in the ribs as if to say that he knew what I'd been doing.

χώνομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (press into) (σε κτ/κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
David's trousers were too tight and the waistband was digging into him.

χώνω

phrasal verb, transitive, separable (press into) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally dug her hands into the soil.

τσακίζω, κατασπαράζω

phrasal verb, intransitive (informal (start a meal) (μεταφορικά: φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My mouth watered when I smelled my mom's homemade apple pie and I was ready to dig in.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έπεσε με τα μούτρα στα κρουασανάκια.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

phrasal verb, intransitive (establish defensive position)

The troops dug in and prepared themselves for the long battle ahead.

πεισμώνω, μουλαρώνω

phrasal verb, intransitive (figurative (refuse to change opinion) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He has always been stubborn, picking a side and digging in.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έτσι και μουλαρώσει δεν του αλλάζει γνώμη ο Θεός ο ίδιος.

ξεθάβω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (rediscover, produce) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I dug out one of my old school reports.
Ξέθαψα έναν παλιό έλεγχό μου από το σχολείο.

ξεθάβω

phrasal verb, transitive, separable (unearth, remove from the ground)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They dug up the body to get a DNA sample.
Ξεθάβω το σώμα για να πάρουν δείγμα DNA.

αποκαλύπτω, φέρνω στην επιφάνεια

phrasal verb, transitive, separable (figurative (uncover, reveal: a secret) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The tabloids are constantly trying to dig up embarrassing facts about celebrities.
Τα ταμπλόιντ προσπαθούν συνεχώς να φέρουν στην επιφάνεια δυσάρεστα γεγονότα της προσωπικής ζωής των διασημοτήτων.

χτύπημα κάτω από τη ζώνη, χτύπημα κάτω από τη μέση

noun (informal (attacking remark) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You took a cheap shot there, bringing up his past problems.
Η αναφορά σου στα παλιά προβλήματά του ήταν φθηνή επίθεση (or: άνανδρη επίθεση).

βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη

(figurative, informal (find sufficient money) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The couple had to dig deep to pay their son's medical bills.
Το ζευγάρι χρειάστηκε να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, για να πληρώσουν τα νοσήλια του γιου τους.

μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις

(figurative (summon inner resources)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'll have to dig deep if you want to find the courage to get through this ordeal.

μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις για να κάνω κτ

(figurative (summon strength)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The runner had to dig deep to maintain his lead.

ψάχνω βαθιά μέσα μου

(figurative (search within) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What do you really want from life? Dig deep and you'll find the answer.

μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις

verbal expression (figurative (summon inner resources)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dig deep within yourself and you'll find you can overcome any fear.

βάζω το χέρι στην τσέπη

verbal expression (figurative (donate money) (μεταφορικά)

Please dig deep into your pockets - it's for a worthy cause!

ξεθάβω

(remove from the ground) (από τη γη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Start transplanting the tree by digging out its whole root ball.
Ξεκίνα να μεταφυτεύεις το δέντρο ξεθάβωντας ολόκληρη τη μπάλα της ρίζας.

ξεκαθαρίζω, τακτοποιώ εκκρεμότητες

verbal expression (US, figurative (complete accumulated tasks) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Once I've dug out from under this backlog of paperwork, you and I will celebrate by going out to lunch.

ξεκαθαρίζω

verbal expression (clear accumulated disorder, dirt) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They had to dig their boat out from under the mud left by the flood.

πεισμώνω

verbal expression (figurative (be stubborn about [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα χώνω

verbal expression (informal (make a critical remark: about [sb]) (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The sacked workers had a dig at their former boss in the press.

θάβω

verbal expression (informal (criticize or attack verbally) (μεταφορικά, καθομ: κριτική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally's been taking digs at her colleagues, and they're not pleased about it.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dig στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dig

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.