Τι σημαίνει το disputer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης disputer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του disputer στο Γαλλικά.
Η λέξη disputer στο Γαλλικά σημαίνει επιπλήττω, μαλώνω, λέω δύο λογάκια σε κπ, τα λέω ένα χεράκι σε κπ, διεκδικώ, μαλώνω, επιπλήττω, διαγωνίζομαι, διαφωνώ, επιμένω σε μικροπράγματα, τσακώνομαι, τσακώνομαι, τσακώνομαι, συναγωνίζομαι, μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι, λογοφέρνω, λογομαχώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ, διαγωνίζομαι για κτ, τσακώνομαι, μαλώνω, διαφωνώ, έρχομαι σε ρήξη, έρχομαι σε ρήξη, παλεύω για κτ, διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, μαλώνω, τσακώνομαι, τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ, τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ, επιπλήττω κπ για κτ, επιπλήττω κπ που έκανε κτ, καυγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ, μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ, διαγωνίζομαι με κπ, μαλώνω, τσακώνομαι, διαμαρτύρομαι σε κπ, τσακώνομαι, μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ, καυγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ, μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ, τσακώνομαι, καβγαδίζω, διαφωνώ, διαφωνώ με κπ, τσακώνομαι, μαλώνω, τσακώνομαι, έχω διαμάχη για κάτι, διαφωνώ, λογομαχώ, διεκδικώ, τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης disputer
επιπλήττω, μαλώνω(un enfant surtout) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λέω δύο λογάκια σε κπ, τα λέω ένα χεράκι σε κπ(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ton père va te disputer quand je lui dirai ce que tu as fait. |
διεκδικώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαλώνω(un enfant surtout) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ma maman me gronde si je ne fais pas mes devoirs. |
επιπλήττω(littéraire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαγωνίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il peut participer à toutes les disciplines sportives. Μπορεί να λάβει μέρος σε οποιοδήποτε άθλημα. |
διαφωνώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le comité se dispute sans arrêt et ne prend jamais aucune décision. |
επιμένω σε μικροπράγματα(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les deux collègues ne s'entendaient pas et s'accrochaient souvent. |
τσακώνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils se sont disputés sur le fait qu'il avait découché. |
τσακώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je me suis disputé avec mon frère pour savoir à qui c'était le tour d'emprunter la voiture. |
συναγωνίζομαι(Sports) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Οι ομάδες θα συναγωνιστούν για το πρωτάθλημα. |
μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι(enfants surtout) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mes trois garçons me rendent folle : ils n'arrêtent pas de se chamailler. |
λογοφέρνω, λογομαχώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les politiques se disputent au sujet de la réforme fiscale. Οι πολιτικοί λογομάχησαν πάνω στο θέμα των φορολογικών μεταρρυθμίσεων. |
διαπληκτίζομαι(familier : enfants surtout) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les deux frères se chamaillent sans arrêt. |
μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les deux frères n'arrêtent pas de disputer pour savoir lequel est le meilleur au basket. |
διαγωνίζομαι για κτ(Sports) Ils s'affrontaient pour le titre d'homme le plus fort du monde. Διαγωνίζονταν για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Βαρέων Βαρών. |
τσακώνομαι, μαλώνω, διαφωνώ, έρχομαι σε ρήξη
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils se sont fâchés et ne se parlent plus. Τσακώθηκαν και δεν μιλιούνται πλέον. |
έρχομαι σε ρήξη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si tu n'arrêtes pas de raconter des ragots, tous tes amis vont ses brouiller avec toi. Αν δεν σταματήσεις το κουτσομπολιό, όλοι σου οι φίλοι θα έρθουν σε ρήξη μαζί σου. |
παλεύω για κτ(physiquement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les joueurs se sont disputé la balle. |
διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, μαλώνω, τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le couple était toujours à court d'argent, et se disputait sans cesse à propos des factures. Τα χρήματα τους έλειπαν πάντα και έτσι το ζευγάρι καβγάδιζε συνεχώς για τους λογαριασμούς. |
τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ
Il est de mauvaise humeur parce qu'il s'est disputé avec sa femme. |
τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ
Quand il boit trop, il se dispute toujours avec sa femme. |
επιπλήττω κπ για κτ, επιπλήττω κπ που έκανε κτ(littéraire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le professeur a admonesté l'élève pour être arrivé encore une fois en cours. |
καυγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ
Ma sœur se bat toujours avec son copain au téléphone. |
μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ(enfants surtout) Ma famille passe son temps à se chamailler à propos de n'importe quoi. |
διαγωνίζομαι με κπverbe pronominal Les différents États se disputent les investisseurs. |
μαλώνω, τσακώνομαι(για κτ, με κπ για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon amie se dispute sans arrêt à propos d'argent avec son mari. Η φίλη μου μαλώνει (or: τσακώνεται) συνέχεια με τον σύζυγό της για τα λεφτά. |
διαμαρτύρομαι σε κπ
|
τσακώνομαι(για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les deux hommes se disputaient à propos du prix de la voiture. |
μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ(familier : enfants surtout) Mon frère et moi, on se dispute toujours pour savoir quelle chaîne de télé regarder. |
καυγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ(en paroles) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ne nous disputons pas pour savoir qui fait la vaisselle ce soir ! |
μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ(enfants surtout) Julie se querellait avec sa voisine quand je suis arrivé. Les enfants n'arrêtent jamais de se chamailler pour déterminer qui utilisera le vélo en premier. |
μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ
|
τσακώνομαι, καβγαδίζω(με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle est toujours en train de se disputer avec sa voisine à propos du bruit. Διαπληκτίζεται διαρκώς με τον γείτονά της για τον θόρυβο. |
διαφωνώ(personnes) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tous deux étaient très bons amis, mais étaient en désaccord en matière de goûts musicaux. Οι δυο τους ήταν καλοί φίλοι, αλλά διαφωνούσαν στις μουσικές τους προτιμήσεις. |
διαφωνώ με κπ(personnes) Depuis mon divorce, ma femme est constamment en désaccord avec moi. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όσο σκληρά και αν προσπαθώ, από ό,τι φαίνεται πάντα διαφωνώ με τον προϊστάμενό μου. |
τσακώνομαι, μαλώνωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils se disputaient au sujet de qui partirait le premier. |
τσακώνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les deux chercheurs s'étaient disputés sur le sujet pendant des années. Οι δυο καθηγητές τσακώνονταν επί χρόνια για αυτό το ζήτημα. |
έχω διαμάχη για κάτιverbe pronominal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La France et le Saint-Empire romain germanique se sont disputés l'Alsace durant plus de mille ans. |
διαφωνώ, λογομαχώ(με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je me disputais souvent avec ma copine et finalement, on a rompu. |
διεκδικώverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτ(με κπ) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του disputer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του disputer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.