Τι σημαίνει το distance στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης distance στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του distance στο Γαλλικά.
Η λέξη distance στο Γαλλικά σημαίνει απόσταση, απόσταση, απόσταση, έλλειψη εγκαρδιότητας, ψυχρότητα, απόσταση, διαδρομή, τυπικότητα, ψυχρότητα, απομακρύνομαι, ξεπερνώ στο τρέξιμο, ξεπερνώ, πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι, πηγαίνω πιο μακριά από κπ/κτ, είμαι καλύτερος από κπ, αφήνω κπ/κτ πίσω μου, ξεφεύγω από, διαφεύγω από, απομονώνομαι από κτ/κπ, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ, ισαπέχων, απόσταση ακοής, υπηρεσία τηλεπικοινωνιών ευρείας περιοχής, κρατάω απόσταση από κπ/κτ, υπεραστικός, μακριά από κπ/κτ, σε απόσταση, σε απόσταση ασφαλείας, κοντά στη γη, σε κάποια απόσταση, πόσο μακριά, εκπαίδευση εξ αποστάσεως, κατάρτιση εξ αποστάσεως, υπεραστικό τηλεφώνημα, εστιακή απόσταση, μεγάλη απόσταση, εστιακό βάθος, σχέση εξ αποστάσεως, τροχός για μέτρηση, τηλεπισκόπηση, εργασία εξ αποστάσεως, εστιακή απόσταση, μικρού βεληνεκούς, κοινωνική αποστασιοποίηση, απόσταση, μακριά από, τόσο μακριά όσο, αποφεύγω, παραγγέλνω, σε απόσταση, μικρής εμβέλειας, κρατάω απόσταση από, κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου, μακριά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης distance
απόστασηnom féminin (écart) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La distance entre les deux poteaux est d'environ vingt mètres. Η απόσταση ανάμεσα στους στύλους είναι περίπου είκοσι μέτρα. |
απόστασηnom féminin (distance imprécise) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La grange est à une bonne distance d'ici, disons au moins cinq minutes en voiture. Το αγρόκτημα είναι σε κάποια απόσταση, οπότε θα σας πάρει τουλάχιστον πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο για να φτάσετε. |
απόστασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Par beau temps, on peut voir à une distance de 30 km. Τις μέρες με καλή ορατότητα, μπορείς να δεις σε απόσταση μεγαλύτερη των 20 μιλίων. |
έλλειψη εγκαρδιότητας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ψυχρότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απόσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quelle distance y-a-t-il entre ici et là-bas ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σε μεγάλες ταχύτητες, πρέπει να αφήνεις μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ εσού και του μπροστινού αυτοκινήτου. |
διαδρομήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ville la plus proche est à une distance de 500 km. |
τυπικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La distance (or: froideur) soudaine de Penelope m'a vexé. |
ψυχρότηταnom féminin (figuré : attitude) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les enfants trouvaient cela difficile d'aimer leur père à cause de sa distance (or: froideur). |
απομακρύνομαιverbe transitif (laisser loin derrière) (από κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le coureur suédois avait distancé tous les autres avant la fin du premier tour. |
ξεπερνώ στο τρέξιμο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πηγαίνω πιο μακριά από κπ/κτverbe transitif (απόσταση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι καλύτερος από κπ(figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Depuis qu'il est petit, Joseph surpasse ses camarades. Από πολύ μικρή ηλικία ο Τζόζεφ ήταν πάντα καλύτερος απ' τους συνομήλικούς του. |
αφήνω κπ/κτ πίσω μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le coureur nigérien a laissé tous les autres concurrents loin derrière lui. Ο σπρίντερ από τη Νιγηρία άφησε πίσω του όλους τους άλλους δρομείς. |
ξεφεύγω από, διαφεύγω απόverbe transitif Le bandit a semé (or: a distancé) la police lorsqu'il est entré dans la forêt. Ο κακοποιός ξέφυγε (or: διέφυγε) από την αστυνομία όταν μπήκε στο δάσος. |
απομονώνομαι από κτ/κπ, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ(s'écarter : émotionnel) Préférant la solitude, je me tenais à l'écart du groupe. |
ισαπέχων
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
απόσταση ακοής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Avec l'âge, l'audition baisse. |
υπηρεσία τηλεπικοινωνιών ευρείας περιοχής(aux États-Unis) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κρατάω απόσταση από κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπεραστικός(appel) (εντός χώρας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Des frais supplémentaires s'appliquent pour les appels interurbains (or: longue distance). |
μακριά από κπ/κτ
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ils ont vécu séparément pendant des années : elle à Madrid et lui à Washington. Έζησαν χωριστά για χρόνια. Αυτή ήταν στη Μαδρίτη κι αυτός στην Ουάσινγκτον. |
σε απόστασηadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il préfère rester à distance des débats politiques |
σε απόσταση ασφαλείαςadverbe (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il m'a déjà menti, alors je préfère le tenir à distance. |
κοντά στη γηadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'hélicoptère restait suspendu à faible distance du sol. |
σε κάποια απόστασηlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je n'étais pas prêt à parler avec mon patron, alors Jan l'a tenu à distance aussi longtemps qu'elle a pu. |
πόσο μακριά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) À quelle distance se trouve la station essence la plus proche ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πόσο μακριά είναι το κοντινότερο βενζινάδικο από εδώ; |
εκπαίδευση εξ αποστάσεως, κατάρτιση εξ αποστάσεωςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Pour ceux qui vivent dans des régions reculées, l'enseignement à distance peut être une solution. Για όσους ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές, η εκπαίδευση εξ αποστάσεως είναι μια καλή εναλλακτική της παρακολούθησης μαθημάτων. |
υπεραστικό τηλεφώνημαnom masculin Préparez au moins cinq dollars pour un appel interurbain (or: longue distance). |
εστιακή απόστασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεγάλη απόστασηnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εστιακό βάθοςnom féminin (οπτικός φακός) |
σχέση εξ αποστάσεως
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le couple entretient une relation à distance depuis deux ans. |
τροχός για μέτρησηnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τηλεπισκόπησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εργασία εξ αποστάσεωςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εστιακή απόστασηnom féminin |
μικρού βεληνεκούς
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
κοινωνική αποστασιοποίηση
|
απόσταση(διαχωριστικό κενό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La distance la plus courte entre deux points est la ligne droite. |
μακριά απόlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Μετά τη διαφωνία αποφάσισαν να μείνουν μακριά ο ένας από τον άλλο. Τα πυρηνικά εργοστάσια θα έπρεπε να βρίσκονται μακριά από αστικά κέντρα. |
τόσο μακριά όσοpréposition (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Notre nouvelle épicerie est à la même distance que l'ancienne. Το νέο παντοπωλείο είναι τόσο μακριά όσο και το παλιό. |
αποφεύγωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu devrais rester à distance du patron aujourd'hui : il est de mauvaise humeur. |
παραγγέλνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σε απόστασηadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il préfère rester à distance des journalistes. |
μικρής εμβέλειας(σε γενική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κρατάω απόσταση απόlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Κράτησε απόσταση από τη γραμμή. Μόνο οι πυροσβέστες επιτρέπεται να περάσουν την κίτρινη κορδέλα. |
κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le patron garde ses distances avec ses employés. Ο διευθυντής κρατάει αποστάσεις από τους εργαζομένους. |
μακριά(από κάποιον/κάτι) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tiens-toi à distance de lui. Il est dangereux. Μείνε μακριά του. Είναι επικίνδυνος. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του distance στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του distance
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.