Τι σημαίνει το séparer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης séparer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του séparer στο Γαλλικά.

Η λέξη séparer στο Γαλλικά σημαίνει χωρίζω, ξεχωρίζω, χωρίζω, διαχωρίζω, χωρίζω, χωρίζω, χωρίζω, διαχωρίζω, κοσκινίζω, μπαίνω ανάμεσα, σταματώ, χωρίζω, χωρίζω, αφαιρώ, λύνω, ξεδένω, διαχωρίζω, χωρίζω, χωρίζω, διαχωρίζω, χωρίζω, μοιράζω, χωρίζω, κόβω, χωρίζω, διαιρώ, χωρίζω, απομακρύνω, μεταφέρω κάτι σε κάποιον, χωρίζω, ξεχωρίζω, χωρίζω, διαχωρίζω, περιφράζω, περιφράσσω, αποστασιοποιούμαι, απομακρύνομαι, σπάω, χωρίζω σε κτ, χωρίζω, χωρίζω, χωρίζομαι, αποσχίζομαι, κόβω, τριχοτομώ, βρίσκομαι ανάμεσα, αποχωρίζομαι, απομονώνω κτ με κουρτίνα, αποστασιοποιούμαι, ξαναχωρίζομαι, ξαναποχωριζομαι, αποκλίνω από κτ, παρεκκλίνω από κτ, διαχωρίζομαι, αποσχίζομαι από κπ/κτ, χωρίζω κτ σε κτ, χωρίζω κτ σε κτ, αποσυνδέομαι, αποσπώμαι, ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ, χωρίζω με, διώχνω, καταργώ, απολύω, παίρνει ο καθένας τον δρόμο του, χωρίζομαι, χωρίζω, χωρίζω, χωρίζομαι, διασπάω, διασπώ, διαχωρίζω με τοίχο, χωρίζω με τοίχο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης séparer

χωρίζω, ξεχωρίζω

verbe transitif (κπ από κπ, κπ και κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur a séparé les garçons et les filles.
Ο δάσκαλος χώρισε τα αγόρια και τα κορίτσια.

χωρίζω

verbe transitif (κάποιους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'arbitre a séparé les deux joueurs qui se battaient.
Ο διαιτητής χώρισε τους παίχτες που είχαν συμπλακεί.

διαχωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La fille essayait de séparer les mauvaises pommes des bonnes dans le panier.

χωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont commencé à séparer les classes en fonction du sexe des élèves.

χωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il faut séparer les moitiés d'avocat avant de pouvoir retirer la pulpe.

χωρίζω, διαχωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοσκινίζω

verbe transitif (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπαίνω ανάμεσα

(μεταφορικά)

Nous nous entendons tellement bien que rien ne pourra jamais nous séparer.
Είμαστε τόσο καλές φίλες, που τίποτα δεν μπορεί να μπει ανάμεσά μας.

σταματώ

verbe transitif (des personnes qui se battent) (τον καβγά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le principal a séparé les deux garçons qui se battaient.
Ο διευθυντής επενέβη και σταμάτησε τον καβγά των δύο αγοριών.

χωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un policier a séparé les deux bagarreurs.

χωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαιρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John a détaché le bordereau en bas du courrier et l'a renvoyé accompagné de son paiement.

λύνω, ξεδένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαχωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω, διαχωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'instituteur a demandé aux enfants de diviser les animaux en fonction de ce qu'ils mangeaient.
Ο δάσκαλος ζήτησε απ' τα παιδιά να χωρίσουν τα ζώα σύμφωνα με το τι τρώνε.

χωρίζω, μοιράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le magicien a divisé (or: a séparé) les cartes en trois tas.
Ο μάγος μοίρασε τα χαρτιά σε τρεις στοίβες.

χωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω

verbe transitif (αφαιρώ κομμάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Olga a détaché un gros morceau de sa tablette de chocolat.
Ο Όλγα έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από τη σοκολάτα.

χωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Passer la farine au tamis et divisez-la en trois portions égales.
Κοσκινίστε το αλεύρι και μετά χωρίστε το σε τρία ίσα μέρη.

διαιρώ, χωρίζω

(χώρα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous n'arrivons pas à décider d'une manière de séparer le terrain.
Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε πώς να χωρίζουμε τη γη.

απομακρύνω

(κάποιον από κάποιον)

Je ne peux pas m'empêcher de penser que ta mère essaye de nous dresser l'un contre l'autre.

μεταφέρω κάτι σε κάποιον

verbe transitif (Affaires) (για ιδιοκτησία, ευθύνες, κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω, ξεχωρίζω

(κπ από κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dans la classe, nous avons dû séparer les filles et les garçons.
Αναγκαστήκαμε να χωρίσουμε (or: ξεχωρίσουμε) τ' αγόρια απ' τα κορίτσια στην τάξη.

χωρίζω

verbe pronominal (couple)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ne sont pas divorcés, mais ils se sont séparés il y a un an.
Δεν έχουν πάρει διαζύγιο, αλλά χώρισαν πριν από έναν χρόνο.

διαχωρίζω

verbe transitif (κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le processus chimique sépare (or: extrait) l'argent de son minerai.

περιφράζω, περιφράσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποστασιοποιούμαι

(από κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απομακρύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le chemin bifurquait et il n'y avait pas de panneaux indiquant où était la ville.

σπάω

(ενιαίο υλικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les branches avaient été endommagées par le gel et se sont brisées (or: se sont détachées) facilement.

χωρίζω σε κτ

Devant, la route se divise (or: se sépare) en deux : une va vers le nord et l'autre, vers le sud.

χωρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χωρίζω, χωρίζομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce groupe de rock s'est séparé après seulement un an d'existence.

αποσχίζομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les dissidents se sont séparés et ont formé un groupe rival.

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τριχοτομώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκομαι ανάμεσα

Un mur de briques sépare le bâtiment en bois de la boutique.

αποχωρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je n'arrivais simplement pas à me séparer de mon ours en peluche.
Δε μπορούσα να αποχωριστώ το αρκουδάκι των παιδικών μου χρόνων.

απομονώνω κτ με κουρτίνα

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποστασιοποιούμαι

(από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξαναχωρίζομαι, ξαναποχωριζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποκλίνω από κτ, παρεκκλίνω από κτ

Ce chemin s'éloigne de l'autre après l'église.

διαχωρίζομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le biodiesel brut se sépare graduellement et monte à la surface.

αποσχίζομαι από κπ/κτ

Αρκετοί αριστεροί πολιτικοί αποσχίστηκαν από το κόμμα για να σχηματίσουν ένα νέο.

χωρίζω κτ σε κτ

χωρίζω κτ σε κτ

Les biologistes divisent les insectes en différents ordres.
Οι βιολόγοι χωρίζουν τα έντομα σε διαφορετικές τάξεις.

αποσυνδέομαι, αποσπώμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les propulseurs se sont détachés de la navette après le décollage.

ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ

Le test permettra de séparer les bons élèves des mauvais.

χωρίζω με

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je pense qu'il faut que tu rompes avec ton copain.

διώχνω

(euphémisme : licencier) (από δουλειά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταργώ

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απολύω

(euphémisme : licencier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le directeur s'est séparé de son assistante lorsqu'elle l'a surpris à piocher dans la petite caisse.

παίρνει ο καθένας τον δρόμο του

verbe pronominal

χωρίζομαι, χωρίζω

verbe pronominal (personnes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'est là qu'on doit se séparer.
Και εδώ πρέπει να χωρίσουμε.

χωρίζω

verbe pronominal (couple)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ils se sont séparés après être partis étudier dans deux universités différentes.

χωρίζομαι

verbe pronominal (route) (δρόμος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Prends à droite là où la route se divise (or: se sépare).

διασπάω, διασπώ

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le club s'est séparé en factions opposées après leur grosse dispute.

διαχωρίζω με τοίχο, χωρίζω με τοίχο

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του séparer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του séparer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.