Τι σημαίνει το draft στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης draft στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του draft στο Αγγλικά.

Η λέξη draft στο Αγγλικά σημαίνει προσχέδιο, σκαρίφημα, σκίτσο, ρεύμα, μπίρα, βαρέλι, βαρελίσιος, επιταγή, επιστράτευση, φτιάχνω ένα προσχέδιο, τζούρα από κτ, φουρνιά, δοκιμαστικά, ενισχύσεις, απαιτούμενο βάθος, βύθισμα, καματερός, σκιτσάρω, κολλάω, συντάσσω, φτιάχνω, κάνω, επιλέγω, διαλέγω, στρατολογώ, ρεύμα, βαρελίσια μπύρα, βαρελίσιος, γουλιά, ντάμα, πιόνι, επιταγή τραπέζης, τραπεζική επιταγή, βαρελίσια μπίρα, στρατολογικό γραφείο, προσχέδιο, ανυπότακτος, φυγόστρατος, μόνωση για τα ρεύματα, με προστασία από ρεύματα αέρος, προστατεύω από ρεύματα αέρος, τελική έκδοση, προσχέδιο, βαρέλι, προσχέδιο, συναλλαγματική όψεως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης draft

προσχέδιο

noun (provisional written version)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was on his third draft of the speech, but still wanted to make some changes.
Ήταν ήδη το τρίτο προσχέδιο της ομιλίας του, αλλά ήθελε και πάλι να κάνει κάποιες αλλαγές.

σκαρίφημα, σκίτσο

noun (provisional sketch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some painters sketch many drafts before they start the final painting.
Ορισμένοι ζωγράφοι φτιάχνουν πολλά προσχέδια πριν ξεκινήσουν το τελικό έργο.

ρεύμα

noun (US (draught: current of air) (αέρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you feel a draft? There must be a window open somewhere.
Αισθάνεσαι ένα ρεύμα; Κάπου πρέπει να είναι ανοιχτό κάποιο παράθυρο.

μπίρα

noun (US (draught of beer, ale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He ordered four more drafts for him and his friends.
Παρήγγειλε τέσσερις ακόμα μπίρες για τον εαυτό του και τους φίλους του.

βαρέλι

noun (US (draught: beer, etc. served from a tap) (μεταφορικά: μπίρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bar serves draft as well as bottles.
Το μπαρ σερβίρει βαρελίσια μπίρα καθώς και εμφιαλωμένη.

βαρελίσιος

noun as adjective (beer: draught, on tap) (μπίρα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is draft beer; it isn't from a bottle.
Αυτή η μπίρα είναι βαρελίσια. Δεν είναι από μπουκάλι.

επιταγή

noun (banking: check) (τραπεζική συναλλαγή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do you think you could send a banker's draft?
Μήπως μπορείς να μου στείλεις μια τραπεζική επιταγή;

επιστράτευση

noun (US (compulsory military service) (στρατός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There hasn't been a military draft since the Vietnam War.
Δεν έχει γίνει επιστράτευση μετά τον πόλεμο στο Βιετνάμ.

φτιάχνω ένα προσχέδιο

transitive verb (write preliminary version)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let me draft a letter and I'll show it to you before I send it.
Άσε με να συντάξω ένα προσχέδιο της επιστολής και θα σου το δείξω πριν το στείλω.

τζούρα από κτ

noun (US, literary (intake of smoke, liquid) (καθομιλουμένη)

She took a draft of the elixir.

φουρνιά

noun (select group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We got a good draft of players this year.

δοκιμαστικά

noun (US (sports: selection of players)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The NBA draft is a big day for those who hope to play professionally.

ενισχύσεις

noun (reinforcement)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
We need a fresh draft of troops to deal with this situation.

απαιτούμενο βάθος

noun (US (measurement: ship's hull)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The draught of the boat measured 1.9 metres.

βύθισμα

noun (mainly US (draught of ship: waterline to keel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Boats with small drafts can more easily navigate shallow waters.

καματερός

noun as adjective (US (horse: pulls cart) (άλογο εργασίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The draft horses pulled the plow.

σκιτσάρω

intransitive verb (US (draw plans)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before he creates final drawings, he drafts quickly.

κολλάω

intransitive verb (US (racing: follow closely) (στον μπροστινό μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The car drafted on the car in front of him to save fuel and build up speed.

συντάσσω

intransitive verb (write legal documents)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Legal assistants not only review, they draft on behalf of the senior staff.

φτιάχνω, κάνω

transitive verb (sketch) (σχέδιο, σκίτσο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The architect drafted a sketch of the building.

επιλέγω, διαλέγω

transitive verb (US (select)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He drafted three of the boys to help him with unloading.

στρατολογώ

transitive verb (select for military service)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was drafted and went to fight in Europe in World War II.

ρεύμα

noun (UK (draft: current of air) (αέρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A draught of cold air blew in through the chimney.
Ένα ρεύμα ψυχρού αέρα φύσηξε από την καμινάδα.

βαρελίσια μπύρα

noun (UK (draft of beer on tap)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I'd like a pint of draught and some chips, please.
Θα πάρω μια μισόλιτρη βαρελίσια μπύρα και μια πατάτες παρακαλώ.

βαρελίσιος

noun as adjective (UK (beer: draft, on tap)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This pub offers both draught and bottled beers.

γουλιά

noun (UK, literary (draft: intake of smoke, liquid) (για υγρό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Charles lit his pipe and took a draught of smoke.

ντάμα

plural noun (UK, uncountable (board game: checkers) (επιτραπέζιο παιχνίδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boys passed the time by playing draughts.
Τα αγόρια πέρασαν τον χρόνο τους παίζοντας ντάμα.

πιόνι

noun (playing piece for draughts)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επιταγή τραπέζης, τραπεζική επιταγή

noun (US (check drawn on a bank)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We accept only bank drafts on past due accounts, no personal checks.

βαρελίσια μπίρα

noun (cask beer served on tap)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That bar does not sell draft beer, only bottles.

στρατολογικό γραφείο

noun (US (military service)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσχέδιο

noun (preliminary version) (εγγράφου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This is just a draft document; I'll send you the final version next week.

ανυπότακτος, φυγόστρατος

noun (person: evades military service)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Draft dodgers burned their draft cards and left the country to avoid serving in the military.

μόνωση για τα ρεύματα

noun (insulation against air currents)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με προστασία από ρεύματα αέρος

adjective (door, window: sealed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We need to install a draughtproof door on the garage.

προστατεύω από ρεύματα αέρος

transitive verb (door, window: seal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Since draught-proofing the windows and doors, my heating bill's gone down by 10%.

τελική έκδοση

noun (finished version: of a text)

Here's the final draft of your speech, Mr. President - I hope it covers all the points we discussed.

προσχέδιο

noun (first version of a piece of writing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαρέλι

adverb (beer: on tap)

(ουσιαστικό σε θέση επιρρήματος: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίρρημα, π.χ. με πείραξε κομματάκι η στάση σου κλπ.)
The pub has ten different beers on draft.

προσχέδιο

noun (writing: unfinished version)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The writers are still working on a rough draft right now.

συναλλαγματική όψεως

(draft payable on presentation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του draft στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του draft

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.