Τι σημαίνει το draught στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης draught στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του draught στο Αγγλικά.
Η λέξη draught στο Αγγλικά σημαίνει ρεύμα, βαρελίσια μπύρα, βαρελίσιος, γουλιά, ντάμα, πιόνι, πούλι, πιόνι, ντάμα, ελεγκτής, ελέγκτρια, πούλι, πιόνι, ταμίας, αυλακώνω, σκαλίζω, προσχέδιο, σκαρίφημα, σκίτσο, ρεύμα, μπίρα, βαρέλι, βαρελίσιος, επιταγή, επιστράτευση, φτιάχνω ένα προσχέδιο, τζούρα από κτ, φουρνιά, δοκιμαστικά, ενισχύσεις, απαιτούμενο βάθος, βύθισμα, καματερός, σκιτσάρω, κολλάω, συντάσσω, φτιάχνω, κάνω, επιλέγω, διαλέγω, στρατολογώ, μόνωση για τα ρεύματα, με προστασία από ρεύματα αέρος, προστατεύω από ρεύματα αέρος, βαρέλι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης draught
ρεύμαnoun (UK (draft: current of air) (αέρα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A draught of cold air blew in through the chimney. Ένα ρεύμα ψυχρού αέρα φύσηξε από την καμινάδα. |
βαρελίσια μπύραnoun (UK (draft of beer on tap) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) I'd like a pint of draught and some chips, please. Θα πάρω μια μισόλιτρη βαρελίσια μπύρα και μια πατάτες παρακαλώ. |
βαρελίσιοςnoun as adjective (UK (beer: draft, on tap) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This pub offers both draught and bottled beers. |
γουλιάnoun (UK, literary (draft: intake of smoke, liquid) (για υγρό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Charles lit his pipe and took a draught of smoke. |
ντάμαplural noun (UK, uncountable (board game: checkers) (επιτραπέζιο παιχνίδι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The boys passed the time by playing draughts. Τα αγόρια πέρασαν τον χρόνο τους παίζοντας ντάμα. |
πιόνιnoun (playing piece for draughts) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πούλι, πιόνιnoun (US (draughts counter) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) One of the checkers is missing from the game set. |
ντάμαplural noun (US, uncountable (board game: draughts) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He learned to play checkers when he was four. Έμαθε να παίζει ντάμα όταν ήταν τεσσάρων ετών. |
ελεγκτής, ελέγκτριαnoun (person: verifies [sth]) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Send the data to our checker for verification. |
πούλι, πιόνιnoun (US (Chinese Checkers piece) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Don't let the baby play with the checker, he could choke on it. |
ταμίαςnoun (US (grocery cashier) (σε σούπερ μάρκετ) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) The checker rang up our purchase quickly, and we were on our way. |
αυλακώνω, σκαλίζωtransitive verb (add grooves to: a gunstock) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The gunsmith finished checkering the custom rifle's stock and gave it to the customer. |
προσχέδιοnoun (provisional written version) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He was on his third draft of the speech, but still wanted to make some changes. Ήταν ήδη το τρίτο προσχέδιο της ομιλίας του, αλλά ήθελε και πάλι να κάνει κάποιες αλλαγές. |
σκαρίφημα, σκίτσοnoun (provisional sketch) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Some painters sketch many drafts before they start the final painting. Ορισμένοι ζωγράφοι φτιάχνουν πολλά προσχέδια πριν ξεκινήσουν το τελικό έργο. |
ρεύμαnoun (US (draught: current of air) (αέρα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Do you feel a draft? There must be a window open somewhere. Αισθάνεσαι ένα ρεύμα; Κάπου πρέπει να είναι ανοιχτό κάποιο παράθυρο. |
μπίραnoun (US (draught of beer, ale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He ordered four more drafts for him and his friends. Παρήγγειλε τέσσερις ακόμα μπίρες για τον εαυτό του και τους φίλους του. |
βαρέλιnoun (US (draught: beer, etc. served from a tap) (μεταφορικά: μπίρα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The bar serves draft as well as bottles. Το μπαρ σερβίρει βαρελίσια μπίρα καθώς και εμφιαλωμένη. |
βαρελίσιοςnoun as adjective (beer: draught, on tap) (μπίρα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This is draft beer; it isn't from a bottle. Αυτή η μπίρα είναι βαρελίσια. Δεν είναι από μπουκάλι. |
επιταγήnoun (banking: check) (τραπεζική συναλλαγή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Do you think you could send a banker's draft? Μήπως μπορείς να μου στείλεις μια τραπεζική επιταγή; |
επιστράτευσηnoun (US (compulsory military service) (στρατός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There hasn't been a military draft since the Vietnam War. Δεν έχει γίνει επιστράτευση μετά τον πόλεμο στο Βιετνάμ. |
φτιάχνω ένα προσχέδιοtransitive verb (write preliminary version) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Let me draft a letter and I'll show it to you before I send it. Άσε με να συντάξω ένα προσχέδιο της επιστολής και θα σου το δείξω πριν το στείλω. |
τζούρα από κτnoun (US, literary (intake of smoke, liquid) (καθομιλουμένη) She took a draft of the elixir. |
φουρνιάnoun (select group) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We got a good draft of players this year. |
δοκιμαστικάnoun (US (sports: selection of players) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The NBA draft is a big day for those who hope to play professionally. |
ενισχύσειςnoun (reinforcement) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) We need a fresh draft of troops to deal with this situation. |
απαιτούμενο βάθοςnoun (US (measurement: ship's hull) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The draught of the boat measured 1.9 metres. |
βύθισμαnoun (mainly US (draught of ship: waterline to keel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Boats with small drafts can more easily navigate shallow waters. |
καματερόςnoun as adjective (US (horse: pulls cart) (άλογο εργασίας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The draft horses pulled the plow. |
σκιτσάρωintransitive verb (US (draw plans) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Before he creates final drawings, he drafts quickly. |
κολλάωintransitive verb (US (racing: follow closely) (στον μπροστινό μου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The car drafted on the car in front of him to save fuel and build up speed. |
συντάσσωintransitive verb (write legal documents) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Legal assistants not only review, they draft on behalf of the senior staff. |
φτιάχνω, κάνωtransitive verb (sketch) (σχέδιο, σκίτσο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The architect drafted a sketch of the building. |
επιλέγω, διαλέγωtransitive verb (US (select) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He drafted three of the boys to help him with unloading. |
στρατολογώtransitive verb (select for military service) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He was drafted and went to fight in Europe in World War II. |
μόνωση για τα ρεύματαnoun (insulation against air currents) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με προστασία από ρεύματα αέροςadjective (door, window: sealed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We need to install a draughtproof door on the garage. |
προστατεύω από ρεύματα αέροςtransitive verb (door, window: seal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Since draught-proofing the windows and doors, my heating bill's gone down by 10%. |
βαρέλιadverb (beer: on tap) (ουσιαστικό σε θέση επιρρήματος: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίρρημα, π.χ. με πείραξε κομματάκι η στάση σου κλπ.) The pub has ten different beers on draft. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του draught στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του draught
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.