Τι σημαίνει το drum στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης drum στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του drum στο Αγγλικά.

Η λέξη drum στο Αγγλικά σημαίνει τύμπανο, ντραμς, ντραμς, τύμπανο, βαρέλι, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτύπημα, τύμπανο, κρατάω τον ρυθμό, χτυπάω, χτυπώ, λέω ή ακούω κάτι μέχρι να μου μείνει, κάνω κπ να εμπεδώσει κτ, δημιουργώ, γρανκάσα, εφιστώ την προσοχή σε κτ, μπόνγκο, τύμπανο πέδης, επαναλαμβάνω κτ σε κπ, αρχιτυμπανιστής, αχριτυμπανίστρια, διώχνω κπ από κτ, γρήγορος τυμπανισμός, σετ από ντραμς, μαζορέτα, μαζορέτα, βαρέλι πετρελαίου, ταμπούρο, κρουστό κατασκευασμένο από παλιούς τενεκέδες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης drum

τύμπανο

noun (percussion instrument)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dan beat the drum slowly.
Ο Νταν χτύπησε το τύμπανο σιγά σιγά.

ντραμς

plural noun (percussion instrument)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Geoff plays drums and guitar.
Ο Τζεφ παίζει ντραμς και κιθάρα.

ντραμς

plural noun (percussion: in a band)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Sally plays the drums in a rock and roll band.
Η Σάλυ παίζει ντραμς σε μια ροκ εν ρολ μπάντα.

τύμπανο

noun (part of washing machine, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Melanie switched on the washing machine and the drum began to turn.
Η Μέλανι άναψε το πλυντήριο και το τύμπανο άρχισε να γυρίζει.

βαρέλι

noun (barrel, cylindrical container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The beer was stored in drums.
Η μπύρα ήταν αποθηκευμένη σε βαρέλια.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (tap: fingers on [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda always drums her fingers when she's thinking.
Η Λίντα πάντα χτυπάει τα δάχτυλά της όταν σκέφτεται.

χτυπάω, χτυπώ

(tap fingers) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam drummed his fingers on the table.

χτύπημα

noun (drumming sound)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Glenn lay awake, listening to the drum of rain on the roof.

τύμπανο

noun (ear membrane) (ανατομία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
An object had entered the ear and pierced the drum.

κρατάω τον ρυθμό

intransitive verb (music: play beat, rhythm)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The musician was drumming.

χτυπάω, χτυπώ

intransitive verb (figurative (rain: make rhythmic sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rain drummed against the window.

λέω ή ακούω κάτι μέχρι να μου μείνει

phrasal verb, transitive, separable (instill by repetition)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The teacher made her pupils recite their seven times table over and over to drum it in.
Η δασκάλα έβαλε τους μαθητές να πουν την προπαίδεια του εφτά ξανά και ξανά για να τους μείνει.

κάνω κπ να εμπεδώσει κτ

phrasal verb, transitive, separable (instill by repetition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The teacher was trying to drum the information into the students.

δημιουργώ

phrasal verb, transitive, separable (informal (obtain or produce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company ran lots of TV commercials to drum up interest in their product.
Η εταιρία προέβαλε πολλά διαφημιστικά στην τηλεόραση προκειμένου να δημιουργήσει ενδιαφέρον για τα προϊόντα της.

γρανκάσα

noun (large percussion instrument)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter struck the bass drum vigourously.

εφιστώ την προσοχή σε κτ

verbal expression (figurative (promote) (θέμα, πρόβλημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The environmental activist goes around the world beating the drum for energy reform.

μπόνγκο

noun (small hand drum) (τύμπανο)

My favorite Cuban percussion instrument is the bongo drum.

τύμπανο πέδης

noun (part of car braking system)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Evelyn took her car to the garage to get the brake drums replaced.

επαναλαμβάνω κτ σε κπ

verbal expression (instill by repetition)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Our father, a clever but uneducated man, always drummed into our heads the importance of a good education.
Ο πατέρας μας, ένας έξυπνος αλλά αμόρφωτος άνθρωπος, μας επαναλάμβανε συνέχεια την αξία της καλής εκπαίδευσης.

αρχιτυμπανιστής, αχριτυμπανίστρια

noun (band leader)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The drum major was leading the band down the parade route.

διώχνω κπ από κτ

verbal expression (dismiss in disgrace)

Edward was drummed out of the Corps following the incident.

γρήγορος τυμπανισμός

noun (fast continuous drumming)

There was a drum roll before the winners were announced.

σετ από ντραμς

noun (kit consisting of several drums)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
It's always noisy at my house now; my brother got a drum set for his birthday.

μαζορέτα

noun (female leader of marching band) (σε μπάντα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαζορέτα

noun (female baton-twirler)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βαρέλι πετρελαίου

noun (metal drum for oil)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ταμπούρο

noun (percussion) (είδος τυμπάνου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tim played a drum roll on the snare drum.

κρουστό κατασκευασμένο από παλιούς τενεκέδες

noun (music: percussion instrument)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του drum στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του drum

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.