Τι σημαίνει το drunk στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης drunk στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του drunk στο Αγγλικά.

Η λέξη drunk στο Αγγλικά σημαίνει μεθυσμένος, μεθυσμένος, πότης, μέθυσος, μεθύσι, πίνω, πίνω, πίνω, ποτό, ποτό, ποτό, γουλιά, νερό, πίνω, απορροφώ, τύφλα, ντίρλα, οδηγώ υπό την επήρεια αλκοόλ, μεθυσμένος από την εξουσία, συσκευή για αλκοτέστ, μεθάω, μεθώ, μεθάω, μεθώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης drunk

μεθυσμένος

adjective (informal (intoxicated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Couldn't you tell that she was drunk last night?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γύρισε κατά τα ξημερώματα πιωμένος.

μεθυσμένος

adjective (figurative (overcome with emotion) (μτφ: από κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She was drunk with excitement after winning the game.
Ήταν μεθυσμένη από έξαψη αφού κέρδισε το παιχνίδι.

πότης, μέθυσος

noun (informal (habitual drunkard)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The drunk went to the bars every night.
Ο πότης (or: μέθυσος) πήγαινε σε μπαρ κάθε βράδυ.

μεθύσι

noun (slang, US (period of inebriation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He's recovering from a three-day drunk.
Αναρρώνει από ένα τριήμερο μεθύσι.

πίνω

transitive verb (liquid: take by mouth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Drink some water if you're thirsty.
Πιες λίγο νερό αν διψάς.

πίνω

intransitive verb (consume liquid)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You need to eat and drink if you are to stay alive and healthy.
Πρέπει να τρως και να πίνεις αν θες να παραμείνεις υγιής.

πίνω

intransitive verb (informal (consume alcohol) (αλκοόλ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need orange juice for those who don't drink.
Χρειαζόμαστε χυμό πορτοκάλι για αυτούς που δεν πίνουν.

ποτό

noun (beverage) (γενικά ή αλκοόλ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We've got lots of drinks to choose from.
Έχουμε πολλά αφεψήματα για να διαλέξεις.

ποτό

noun (serving of a beverage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'll have one more drink before I leave.
Θα πάρω ακόμα ένα ποτό πριν φύγω.

ποτό

noun (informal, uncountable (alcoholic beverage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We need some drink for this party.
Χρειαζόμαστε ξύδια για το πάρτι.

γουλιά

noun (swallow of liquid)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He took a drink from the fountain.
Ήπιε μια γουλιά από τον ψύκτη.

νερό

noun (figurative, dated (body of water) (λίμνη, θάλασσα, ποτάμι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He leaned over the railing and fell into the drink.

πίνω

(toast with alcohol) (στην υγειά κάποιου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let's drink to the bride and groom!
Ας πιούμε στην υγειά του γαμπρού και της νύφης!

απορροφώ

transitive verb (figurative (absorb)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sponge drank all the water.

τύφλα, ντίρλα

adjective (figurative, informal (intoxicated) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

οδηγώ υπό την επήρεια αλκοόλ

noun (colloquial (driving while intoxicated)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was arrested for drunk driving.
Τον συνέλαβαν γιατί οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ.

μεθυσμένος από την εξουσία

adjective (informal, figurative (abusing influence) (μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

συσκευή για αλκοτέστ

noun (informal (alcohol breath test)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεθάω, μεθώ

(informal (drink until intoxicated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm going out to get drunk and drown my sorrows.

μεθάω, μεθώ

(informal (make intoxicated)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should get him drunk before you ask that question.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του drunk στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του drunk

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.