Τι σημαίνει το en blanco στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης en blanco στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του en blanco στο ισπανικά.
Η λέξη en blanco στο ισπανικά σημαίνει κενός, άδειος, κενός, άδειος, κενός, κενό, άδειος, άγραφος, κενός, άυπνος, άγρυπνος, αρίγωτος, χωρίς βαθμό, κενό, ντυμένος στην πένα,στην τρίχα, ασπρόμαυρα, ασπρόμαυρη ταινία, ασπρόμαυρη τηλεόραση, ανοιχτή επιταγή, λευκή κόλλα, κενό, οπισθογράφηση, κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση, έχω ένα κενό μνήμης, ασπρόμαυρος, ασπρόμαυρο φίλμ, ασπρόμαυρη τηλεόραση, λευκή επιταγή, άπειρος, κομμάτι, μέρος που λείπει, κενός χώρος, επικρίνω έντονα, δέχομαι πυρά για κτ, ξεχνώ, χάνω τα λόγια μου, άσκηση συμπλήρωσης κενών, καμβάς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης en blanco
κενός, άδειος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El artista miró fijamente el lienzo en blanco que tenía frente a sí. Ο καλλιτέχνης κοίταζε επίμονα τον λευκό καμβά που ήταν μπροστά του. |
κενόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Por favor, rellenen los espacios en blanco en el formulario de solicitud. Παρακαλώ όπως συμπληρώσετε τα κενά σημεία στη φόρμα αίτησης. |
άδειος, κενόςlocución adjetiva (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cuando Hazel tomó su lápiz para empezar el examen, su mente estaba en blanco. Όταν η Χέιζελ έπιασε το μολύβι της για να ξεκινήσει το τεστ των μαθηματικών, το μυαλό της ήταν κενό. |
κενόlocución adverbial (quedarse, estar) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) ¿Cómo se llama tu hermano? Me he quedado en blanco. |
άδειος, άγραφος, κενός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alguien debe haber borrado la cinta porque ahora está vacía. Κάποιος πρέπει να έχει σβήσει εκείνη την κασσέτα γιατί είναι κενή τώρα. |
άυπνος, άγρυπνος(λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cuando tienes un bebé, debes esperar noches sin poder dormir. |
αρίγωτος(papel) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς βαθμό(επιλογή ανάλογα με το άθλημα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κενό
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Rellenen los espacios en blanco de la primera sección del formulario de solicitud. Σας παρακαλώ συμπληρώστε τα κενά στο πρώτο μέρος της αίτησης. |
ντυμένος στην πένα,στην τρίχαlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ασπρόμαυραlocución adverbial (fotografía) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Prefiero revelar mis fotografías en blanco y negro. |
ασπρόμαυρη ταινία
|
ασπρόμαυρη τηλεόραση
Mis padres recuerdan los días en que sólo había televisores blanco y negro. |
ανοιχτή επιταγή
|
λευκή κόλλα
|
κενόlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
οπισθογράφηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση(en exasperación) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando escuché su último plan para hacerse rico desvié la mirada. |
έχω ένα κενό μνήμηςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ασπρόμαυροςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las fotografías en blanco y negro dependen de la composición en lugar del color. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία βασίζεται περισσότερο στη σύνθεση παρά στο χρώμα. |
ασπρόμαυρο φίλμ
|
ασπρόμαυρη τηλεόραση
|
λευκή επιταγή(figurado) Mi tío nos está dando un cheque en blanco para todos los gastos que necesitemos. |
άπειροςnombre femenino (figurado) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Αυτό το κορίτσι είναι άπειρο, πρέπει να μάθει τα πάντα. |
κομμάτι, μέρος που λείπει
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Por favor complete el espacio en blanco entre las siguientes series de letras: A, B, C ... G, H, I. |
κενός χώρος(σελίδας) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
επικρίνω έντονα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El periódico convirtió al Presidente en el blanco de todas las críticas. |
δέχομαι πυρά για κτexpresión (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεχνώ(coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando traté de recordar el nombre de mi cliente me quedé en blanco. |
χάνω τα λόγια μουlocución verbal (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando le llegó el momento de hablar, el actor se quedó en blanco completamente. Όταν ήρθε η ώρα να πει τα λόγια του, του ηθοποιού του κόπηκε η μιλιά. |
άσκηση συμπλήρωσης κενών(AmL, examen) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καμβάς(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sanjay es artista de grafiti, las paredes son sus lienzos en blanco. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του en blanco στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του en blanco
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.