Τι σημαίνει το envy στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης envy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του envy στο Αγγλικά.

Η λέξη envy στο Αγγλικά σημαίνει ζήλια, αυτό που όλοι ζηλεύουν, ζηλεύω, ζηλεύω, ζηλεύω, πρασινίζω από τη ζήλια μου, που έχει σκάσει από τη ζήλια, κάνω κπ να σκάσει από τη ζήλια, φθόνος του πέους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης envy

ζήλια

noun (jealousy, resentment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John's envy was due to his colleague getting the promotion he wanted for himself.

αυτό που όλοι ζηλεύουν

noun ([sth] coveted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Carol's long blonde hair is the envy of all her friends.
Όλες οι φίλες της Κάρολ ζηλεύουν τα μακριά ξανθά μαλλιά της.

ζηλεύω

transitive verb (be jealous)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter envies his neighbours; they always seem to have enough money to go on luxury holidays and buy sports cars.
Ο Πήτερ ζηλεύει τους γείτονές του που πάντα φαίνεται να έχουν αρκετά χρήματα για να πηγαίνουν πολυτελείς διακοπές και ν' αγοράζουν σπορ αυτοκίνητα.

ζηλεύω

transitive verb (be covetous) (κτ κάποιου, κπ για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I envy my grandchildren their energy and exuberance.
Ζηλεύω την ενέργεια και τη ζωντάνια που έχουν τα εγγόνια μου.

ζηλεύω

transitive verb (covet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I envy your independent lifestyle.
Ζηλεύω τον ανεξάρτητο τρόπο ζωής σου.

πρασινίζω από τη ζήλια μου

adjective (figurative (envious) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was green with envy about his new car.
Πρασίνισε από τη ζήλια της για το νέο του αυτοκίνητο.

που έχει σκάσει από τη ζήλια

adjective (figurative (envious) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να σκάσει από τη ζήλια

verbal expression (cause to feel envious) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I wore my new Prada shoes, I knew I could make Sally green with envy.

φθόνος του πέους

noun (Freudian complex) (ψυχολογία)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Freud believed that at least some of women's psychological problems were caused by penis envy.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του envy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του envy

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.