Τι σημαίνει το event στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης event στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του event στο Αγγλικά.

Η λέξη event στο Αγγλικά σημαίνει εκδήλωση, γεγονός, γεγονότα, αγώνισμα, αποτέλεσμα, νέο, γεγονός, συμβάν, ατζέντα, διοργανωτής εκδηλώσεων, διοργανώτρια εκδηλώσεων, βάσει συμβάντων, αγώνας στίβου, μελλοντικό γεγονός, σε κάθε περίπτωση, σε καμία περίπτωση, σε αυτή την περίπτωση, σε περίπτωση, σε περίπτωση που, Και τελικά, αποτυχία, προωθητική εκδήλωση, κοινωνική εκδήλωση, αθλητική εκδήλωση, καταλύτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης event

εκδήλωση

noun ([sth] planned) (προγραμματισμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Here's the schedule of events for the next season.
Ορίστε το πρόγραμμα των εκδηλώσεων για την επόμενη περίοδο.

γεγονός

noun (occurrence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Recent world events have been quite worrying.
Τα πρόσφατα παγκόσμια γεγονότα είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικά.

γεγονότα

plural noun (things that happen)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Naomi wasn't sure how events would unfold.

αγώνισμα

noun (sports competition) (συνήθως ατομικό άθλημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nancy is entered for three events in the upcoming athletics competition.

αποτέλεσμα

noun (dated (result)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The meeting ended with no clear event; it was probably just a waste of time.
Η συνάντηση τελείωσε χωρίς ξεκάθαρο αποτέλεσμα. Μάλλον ήταν απλά χάσιμο χρόνου.

νέο, γεγονός, συμβάν

noun (news item, up-to-date topic)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ατζέντα

noun (calendar or schedule)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Thursday for lunch? Let me look in my event planner to see if I'm free.
Μεσημεριανό την Πέμπτη; Θα κοιτάξω την ατζέντα μου να δω αν είμαι ελεύθερη.

διοργανωτής εκδηλώσεων, διοργανώτρια εκδηλώσεων

noun (person: organizes events)

An event planner handles a broad range of events from weddings to conventions.
Οι διοργανωτές εκδηλώσεων αναλαμβάνουν μια ευρεία γκάμα εκδηλώσεων, από γάμους ως και συνέδρια.

βάσει συμβάντων

adjective (computer program)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγώνας στίβου

noun (sports: track meet event)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μελλοντικό γεγονός

noun ([sth] that will happen one day) (κάτι που θα συμβεί στο μέλλον)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The newsletter has a list of exciting future events in the neighborhood.

σε κάθε περίπτωση

adverb (whatever the situation)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In any event, the safety of the public must remain the top priority.

σε καμία περίπτωση

adverb (not under any circumstances)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε αυτή την περίπτωση

adverb (if that should happen)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
You will be informed if any goods are unavailable and in that event, the store will offer you an alternative.

σε περίπτωση

expression (in case of) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In the event of a fire, make your way to the nearest exit.

σε περίπτωση που

expression (if it happens that)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In the event that it doesn't arrive, don't worry about it.

Και τελικά

expression (as it turned out)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the event, I didn't need my umbrella; the clouds cleared up and it was a lovely sunny day.

αποτυχία

noun ([sth] anticlimactic) (χαρακτηρισμός γεγονότος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προωθητική εκδήλωση

noun (occasion organized to market or advertise [sth])

κοινωνική εκδήλωση

noun (gathering: party or function)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αθλητική εκδήλωση

noun (athletic competition)

καταλύτης

noun (prompt, catalyst) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Scientists are trying to discover the triggering event that causes HIV to become AIDS.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του event στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του event

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.