Τι σημαίνει το environment στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης environment στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του environment στο Αγγλικά.

Η λέξη environment στο Αγγλικά σημαίνει περιβάλλον, περιβάλλον, περιβάλλον, περιβάλλον, δομημένο περιβάλλον, ευαισθησία για το περιβάλλον, επιχειρηματικό περιβάλλον, εταιρικό περιβάλλον, Υπουργείο Περιβάλλοντος, οικιακό περιβάλλον, προστασία του περιβάλλοντος, φιλικός προς το περιβάλλον, εχθρικό περιβάλλον, υγιεινό περιβάλλον, υγιές περιβάλλον, εχθρικό περιβάλλον, περιβάλλον παραγωγής, φυσικό περιβάλλον, περιβάλλον γραφείου, φυσικό περιβάλλον, κοινωνικό περιβάλλον, δοκιμαστικό περιβάλλον, εργασιακό περιβάλλον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης environment

περιβάλλον

noun (the natural world) (φύση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The environment is changing because of global warming.
Το περιβάλλον αλλάζει εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

περιβάλλον

noun (section of the natural world) (φυσικές συνθήκες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The environment of the Amazon can be difficult for humans.
Το περιβάλλον στον Αμαζόνιο μπορεί να είναι σκληρό για τους ανθρώπους.

περιβάλλον

noun (physical surroundings) (χώρος γύρω)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The environment in many cities is noisy.
Σε πολλές πόλεις το περιβάλλον είναι θορυβώδες.

περιβάλλον

noun (personal circumstances) (προσωπικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Life is difficult for him because of his family environment.
Η ζωή του είναι δύσκολη εξαιτίας του οικογενειακού του περιβάλλοντος.

δομημένο περιβάλλον

noun (urban or man-made setting)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ευαισθησία για το περιβάλλον

noun (ecology, environmental awareness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Greenpeace tries to raise concern for the environment through dramatic actions.

επιχειρηματικό περιβάλλον, εταιρικό περιβάλλον

noun (business context)

Υπουργείο Περιβάλλοντος

noun (government ministry)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

οικιακό περιβάλλον

noun (home, household)

The social worker found an excellent domestic environment for the young foster child.

προστασία του περιβάλλοντος

noun (prevention of ecological damage)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φιλικός προς το περιβάλλον

adjective (ecologically sound)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Using disposable bottles is not environmentally friendly.
Τα μπουκάλια μιας χρήσεως δεν είναι φιλικά προς το περιβάλλον.

εχθρικό περιβάλλον

noun (hostile surroundings or conditions)

υγιεινό περιβάλλον, υγιές περιβάλλον

noun (safe and hygienic surroundings)

Children need a healthy environment in which to grow up.

εχθρικό περιβάλλον

noun (inhospitable or harsh surroundings)

Being in a hostile work environment is no fun--you always have to watch your backside.

περιβάλλον παραγωγής

noun (place where [sth] is mass produced)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φυσικό περιβάλλον

noun (habitat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fish die outside their natural environment.

περιβάλλον γραφείου

noun (business workplace)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φυσικό περιβάλλον

noun (surroundings)

κοινωνικό περιβάλλον

noun (social setting in which people exist)

δοκιμαστικό περιβάλλον

noun (web development: test server) (ανάπτυξη ιστοσελίδων)

εργασιακό περιβάλλον

noun (employment surroundings)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του environment στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του environment

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.