Τι σημαίνει το momento στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης momento στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του momento στο ισπανικά.
Η λέξη momento στο ισπανικά σημαίνει στιγμή, στιγμή, ορμή, τότε, στιγμή, ροπή, ροπή αδρανείας, χρόνος, μισό, λεπτό, στιγμή, περίσταση, συγκυρία, λίγο, περίπτωση, στιγμή, συγκυρία, περίσταση, στιγμή, στιγμή, στιγμούλα, σημείο, στιγμή, διάστημα, στιγμή, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, στιγμιαία απώλεια συγκέντρωσης/προσοχής, η χειρότερη στιγμή, ανά πάσα στιγμή, σε δύσκολη θέση, καιρός είναι, τέλειος, ιδανικός, όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμή, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομα, ποτέ, ουδέποτε, αυτή τη στιγμή, όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμή, συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα, κάποια άλλη στιγμή, εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή, την τελευταία στιγμή, τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, από τώρα μέχρι τότε, για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο, για μία στγμή, προσωρινά, προς το παρόν, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, από εκείνη την στιγμή και μετά, από εκείνη την στιγμή και μετά, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, σε λιγάκι, σε λιγάκι, όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό, εξ απίνης, όπου να' ναι, τώρα, ακριβώς τώρα, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, οποτεδήποτε, όποτε να'ναι, σε μία συγκεκριμένη φάση, σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κάποια στιγμή, σε κάποια φάση, όταν έρθει η ώρα, ακόμα και τότε, ακόμα και σε εκείνη την περίπτωση, ακόμα και στην περίπτωση που, ακριβώς εκείνη την στιγμή, την κατάλληλη στιγμή, από μέρα σε μέρα, για λίγο, πάνω στην ένταση της στιγμής, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτό, την τελευταία στιγμή, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, από την πρώτη στιγμή, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, προς το παρόν, προσωρινά, Εύκολο να το λες., Ήρθε η ώρα, Έφτασε η ώρα, εκείνη τη στιγμή, όταν, αυτή τη στιγμή, περίμενε ένα λεπτάκι, ώπα, σταμάτα, πάψε, μισό λεπτό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης momento
στιγμήnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Dónde estabas en el momento en que escuchaste que habían matado a Kennedy? Πού ήσασταν τη στιγμή που ακούσατε ότι πυροβολήθηκε ο Κένεντι; |
στιγμήnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No estoy disponible en este momento. Por favor, vuelva a llamar más tarde. Προς το παρόν δεν είμαι διαθέσιμος. Παρακαλώ καλέστε αργότερα. |
ορμή(física) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Martha está calculando el momento del meteoro. Ο μετεωρίτης είχε μεγάλη ορμή όταν χτύπησε το έδαφος. |
τότε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En aquel momento, solo teníamos quince años de edad. Εκείνον τον καιρό ήμασταν μόλις δεκαπέντε χρονών. |
στιγμήnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Dónde estaba él en ese momento? |
ροπήnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ροπή αδρανείαςnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χρόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) ¿Tienes tiempo para conversar? Έχεις χρόνο να μιλήσουμε; |
μισό(καθομ: λεπτό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λεπτόnombre masculino (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sólo me ausenté un momento. Έλειψα μονάχα για ένα λεπτό! |
στιγμήnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περίσταση, συγκυρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Parecía el momento perfecto para que Harry y Sophie anunciaran su compromiso. Έμοιαζε η τέλεια στιγμή για να ανακοινώσουν τον αρραβώνα τους ο Χάρυ και η Σόφη. |
λίγο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Descansemos un momento cuando terminemos el trabajo. |
περίπτωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Juan ha llegado tarde al trabajo en varias ocasiones. Ο Τζον έχει έρθει αργοπορημένος στη δουλειά αρκετές φορές. |
στιγμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sentí que todo se había terminado en un instante. Ήταν σαν να τελειώσαν όλα σε μια στιγμή. |
συγκυρία, περίσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στιγμή(coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στιγμή, στιγμούλα(figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Espera un segundo; cojo mi abrigo y voy contigo. |
σημείο(momento) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En ese punto, me di cuenta del peligro de la situación. Σε εκείνη την φάση κατάλαβα την σοβαρότητα της κατάστασης. |
στιγμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Perdón por hacerte esperar, estaré contigo en un segundo. |
διάστημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A veces, había ratos breves en los que Peter se olvidaba por completo de Amanda. |
στιγμήlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su momento de gloria fue cuando organizó actos de caridad para los sin techo. Η πιο σημαντική στιγμή του ήταν όταν διοργάνωσε τη φιλανθρωπική εκδήλωση για τους άστεγους. |
αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Este modelo de automóvil no se consigue ahora. Εκείνο το μοντέλο αυτοκινήτου δεν είναι διαθέσιμο τώρα. |
στιγμιαία απώλεια συγκέντρωσης/προσοχής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tuve una distracción camino aquí y me perdí la curva. |
η χειρότερη στιγμή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El atleta tocó fondo cuando una lesión en la pierna hizo que se perdiera los Juegos Olímpicos. |
ανά πάσα στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Pasa cuando quieras; siempre estamos aquí. Έλα όποτε θες, είμαστε εδώ όλες τις ώρες. |
σε δύσκολη θέση(AR, coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La economía mundial está enquilombada. |
καιρός είναι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Voy a postularme para el trabajo." "¡Finalmente!" «Θα κάνω μια αίτηση εργασίας». «Καιρός ήταν!» |
τέλειος, ιδανικόςexpresión (coloquial) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esa pareja mirando el atardecer es un perfecto momento kodak. |
όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμήlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Lo pedí hace semanas, así que llegará en cualquier momento. Το έχω παραγγείλει εδώ και εβδομάδες. Λογικά, θα φτάσει όπου να' ναι. |
όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομαlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La vieja casa parecía que iba a colapsar en cualquier momento. Bill debería llegar en cualquier momento para llevarnos al aeropuerto. |
ποτέ, ουδέποτεlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En ningún momento Roberto abandonó la casa esa tarde. |
αυτή τη στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Estoy ocupado en este momento, pero podemos hablar más tarde. Είμαι απασχολημένος τώρα, αλλά μπορούμε να μιλήσουμε αργότερα. |
όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμήlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Saldremos en cualquier momento, apenas mi marido encuentre sus anteojos. |
συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπαadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Manténgase alerta en todo momento. |
κάποια άλλη στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Esta noche no puedo, ¿quizás en otra ocasión? |
εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμήlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En ese momento me di cuenta de que estaba realmente enamorada de mí. |
την τελευταία στιγμήlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A último momento encontraron el anillo perdido. |
τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμεραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En este momento hay muchas aves migratorias aquí. |
εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Por la época en que los dinosaurios habitaban la Tierra no existía la vida humana. |
από τώρα μέχρι τότεlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Más te vale trabajar mucho desde ahora hasta entonces. |
για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγοlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Me quedaré por un breve momento, si no te molesta. Θα μείνω για λίγο εάν δε σε πειράζει. Θα πρέπει να περιμένουμε για λίγο πριν έρθει το τραίνο. |
για μία στγμήlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¡Casi te creí por un momento! |
προσωρινά, προς το παρόν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Por el momento nos tendremos que arreglar con el auto que tenemos. Προς το παρόν θα πρέπει να τα βγάλουμε πέρα με το αυτοκίνητο που έχουμε. |
από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Desde este preciso momento, espero que me llames cuando vayas a llegar tarde. Από εδώ και στο εξής (or: από εδώ και πέρα) περιμένω να μου τηλεφωνείς όταν πρόκειται να αργήσεις. |
από εκείνη την στιγμή και μετάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ella lo besó y desde aquel momento él supo que algún día ella sería su esposa. |
από εκείνη την στιγμή και μετάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Billy estaba tan agradecido por la ayuda de Jeni que desde ese momento se convirtieron en mejores amigos. Ο Μπιλ ήταν τόσο ευγνώμων για τη βοήθεια της Τζένι, που από εκείνη την στιγμή και μετά έγιναν καλύτεροι φίλοι. |
από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A partir de este momento no voy a fumar más en la casa. |
σε λιγάκι(coloquial) (ΗΒ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ahora estoy cenando, pero te llamo en un rato. |
σε λιγάκιlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A su debido tiempo, podremos olvidarnos de esto. |
εξ απίνης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los policías me agarraron por sorpresa cuando llegaron con la orden de registro. Πιάστηκα εντελώς εξ απίνης όταν η αστυνομία κατέφθασε με ένα ένταλμα. |
όπου να' ναι
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Llama todos los días a la misma hora. De hecho debería estar llamando justo ahora. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μην κλαις, όπου να' ναι θα έρθει η μαμά. |
τώρα, ακριβώς τώραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¡Harás tu tarea en este preciso momento! Θα κάνεις τα μαθήματά σου τώρα! |
αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Necesito una respuesta en este mismo momento. |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nunca había considerado esa perspectiva hasta ahora (or: hasta el momento). |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He trabajado durante seis semanas pero hasta este momento no me han pagado. |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
οποτεδήποτε, όποτε να'ναιlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Puedes llamarme en cualquier momento. Κάλεσέ με οποτεδήποτε χρειάζεσαι να μιλήσεις με κάποιον. |
σε μία συγκεκριμένη φάση, σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμήlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En un momento dado, hasta llegué a pensar que nos casaríamos. |
κάποια στιγμή, σε κάποια φάσηlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) En algún momento vas a tener que decidir qué carrera seguir. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κάποια στιγμή θα πρέπει να αποφασίσουμε εάν αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε το έργο. |
όταν έρθει η ώρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Tu ascenso llegará a su debido tiempo; antes debes demostrar tu valía. Θα πάρεις προαγωγή όταν έρθει η ώρα, πρώτα πρέπει ν' αποδείξεις την αξία σου. |
ακόμα και τότε, ακόμα και σε εκείνη την περίπτωση, ακόμα και στην περίπτωση πουlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tenía solo cinco años, pero aun en ese momento sabía que la guerra era algo terrible. |
ακριβώς εκείνη την στιγμήlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Acababa de acostarme y, en ese momento, sonó el teléfono. |
την κατάλληλη στιγμήlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
από μέρα σε μέρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
για λίγοlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
πάνω στην ένταση της στιγμήςlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La pareja perdió todo el sentido común en el ardor del momento. |
όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτόlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La ciudad está construida en una falla así que un terremoto podría llegar en cualquier momento. Από στιγμή σε στιγμή θα φτάσει ο Μπιλ για να μας πάει στο αεροδρόμιο. |
την τελευταία στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Los médicos lo trataron justo a tiempo, por lo que pudieron reactivarle el corazón. |
αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En este preciso momento no estoy estudiando inglés. |
από την πρώτη στιγμήlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Su compañía estuvo condenada desde el primer momento. |
από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Desde este momento voy a pensar antes de actuar. |
προς το παρόν, προσωρινάlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi auto se rompió así que de momento estoy usando mi bicicleta. Το αυτοκίνητό μου διαλύθηκε, γι' αυτό προσωρινά (or: προς το παρόν) χρησιμοποιώ το ποδήλατό μου. |
Εύκολο να το λες.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Claro, hablar es muy fácil!, ya te quisiera ver a ti en esa situación. |
Ήρθε η ώρα, Έφτασε η ώραlocución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκείνη τη στιγμή(μόνο χρόνος) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
όταν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En el momento de la muerte de su padre, Bob estaba viviendo en Italia. |
αυτή τη στιγμήexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περίμενε ένα λεπτάκιinterjección (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Esperá un momento; ¿me podrías repetir lo que dijiste? |
ώπα, σταμάτα, πάψε, μισό λεπτόlocución interjectiva (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un momento, ¿entonces lo supiste todo este tiempo y no me lo dijiste? |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του momento στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του momento
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.