Τι σημαίνει το property στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης property στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του property στο Αγγλικά.

Η λέξη property στο Αγγλικά σημαίνει ιδιοκτησία, περιουσία, υπάρχοντα, ιδιοκτησία, ιδιότητα, χημική ιδιότητα, κοινή περιουσία, άυλη ιδιοκτησία, δικαίωμα άυλης ιδιοκτησίας, πνευματική ιδιοκτησία, Γραφείο Απολεσθέντων Αντικειμένων, υποθηκευμένο ακίνητο, ιδιοκτησία, ιδιοκτησία, αγοραπωλησία ακινήτων, μεσίτης, κτηματομεσίτης, -, όριο ιδιοκτησίας, διαχείριση ακινήτων, κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια, ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας, εκτίμηση ακινήτων, αξία ακινήτου, δημόσιος χώρος, υλική ατομική ιδιοκτησία, ενσώματη ατομική ιδιοκτησία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης property

ιδιοκτησία, περιουσία

noun (uncountable ([sth] owned)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This printer is my property.
Αυτός ο εκτυπωτής είναι δική μου ιδιοκτησία (or: περιουσία).

υπάρχοντα

noun (uncountable (possessions)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
These boxes contain all my property.
Αυτά τα κουτιά περιέχουν όλο μου το βιος.

ιδιοκτησία

noun (land, real estate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Get off my property now.
Φύγε από την ιδιοκτησία μου τώρα.

ιδιότητα

noun (essential attribute)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The properties of water are well known. Choose a metal whose properties suit your needs.

χημική ιδιότητα

noun (substance's ability to be changed)

κοινή περιουσία

noun (US (property of a married couple) (ανδρόγυνου)

άυλη ιδιοκτησία

noun (intellectual property, rights ownership)

δικαίωμα άυλης ιδιοκτησίας

plural noun (legal ownership of [sth] non-physical)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πνευματική ιδιοκτησία

noun (legal ownership of [sth] non-physical)

The idea of intellectual property lies at the heart of copyright and patent legislation.

Γραφείο Απολεσθέντων Αντικειμένων

noun (room for mislaid objects)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υποθηκευμένο ακίνητο

noun (house, etc., used to secure a loan) (για δάνειο)

ιδιοκτησία

noun ([sth] belonging to an individual)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's no such thing as personal property in a commune.

ιδιοκτησία

noun ([sth] owned by [sb])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The management are not responsible for pieces of property stolen from customers' cars.

αγοραπωλησία ακινήτων

noun (real-estate purchase and rental)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μεσίτης, κτηματομεσίτης

noun (person: deals in real estate)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Property developers are not required to be professionally qualified.

-

noun (figurative (progress from cheaper to more expensive housing) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
When they were approved for a home loan, they were able to leave their apartment and move up the property ladder.

όριο ιδιοκτησίας

noun (border of a piece of property)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διαχείριση ακινήτων

noun (real-estate purchase and rental)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια

noun (estate agent)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The property manager will handle rent collection for the property.

ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας

noun ([sb] who owns a building or land)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εκτίμηση ακινήτων

noun (assessment of financial worth of real estate)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αξία ακινήτου

noun (financial worth of real estate)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The financial crisis caused property values to drop dramatically.

δημόσιος χώρος

noun (areas owned by government)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υλική ατομική ιδιοκτησία, ενσώματη ατομική ιδιοκτησία

noun (law: physical possessions)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του property στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του property

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.