Τι σημαίνει το quick στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quick στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quick στο Αγγλικά.

Η λέξη quick στο Αγγλικά σημαίνει γρήγορος, γρήγορος, σύντομος, γρήγορος, εύστροφος, γρήγορος, γρήγορος, βιαστικός, ρευστοποιήσιμος, γρήγορα, γρήγορα, σύντομα, τμήμα του δαχτύλου κάτω από το νύχι, το σημαντικότερο, οι ζωντανοί, κάνω κτ γρήγορα, πολύ γρήγορα, γρήγορος, που προσφέρει γρήγορο κέρδος, σχέδιο γρήγορου πλουτισμού, κάνω μια βουτιά, παίρνω μια γεύση από κτ, στο μισό χρόνο, ο ένας μετά τον άλλον, κάνω κτ γρήγορα, κάνω κτ στα γρήγορα, τσαπατσούλικος, σύντομη απάντηση, γρήγορη απάντηση, γρήγορη αλλαγή απόφασης, το σκάω, πρόχειρη λύση, πρόχειρος, κπ που μαθαίνει γρήγορα, γρήγορη ματιά, είμαι γρήγορο πιστόλι, γρήγορο πιστόλι, που τα πιάνει γρήγορα, γρήγορη ανταπόκριση, γρήγορη απόκριση, που μαθαίνει εύκολα, ευέξαπτος χαρακτήρας, γρήγορη σκέψη, ρυθμός 120 βημάτων ανά λεπτό, ευστροφία, που στεγνώνει γρήγορα, καταψύχω γρήγορα, γρήγορος, γρήγορος, ευέξαπτος, εύστροφος, γρήγορος, πυροβόλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quick

γρήγορος

adjective (fast)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The salesperson had a quick answer for his questions.
Ο πωλητής είχε έτοιμη απάντηση στις ερωτήσεις του.

γρήγορος, σύντομος

adjective (of short duration)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I've only time for a quick visit.
Έχω χρόνο μόνο για μια επίσκεψη στα γρήγορα.

γρήγορος

adjective (prompt)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was always quick to turn in his papers.

εύστροφος

adjective (person: smart)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Viola has a quick mind and a quick wit.

γρήγορος

adjective (person: learner)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is a quick student.

γρήγορος

adjective (agile)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The criminal was always quick when it came to climbing fences.

βιαστικός

adjective (hasty)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Don't be so quick to make this important decision.
Μη βιαστείς να πάρεις αυτή τη σημαντική απόφαση.

ρευστοποιήσιμος

adjective (finance: liquid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quick assets are almost as useful as cash.

γρήγορα

adverb (quickly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Come quick! The cows are eating the corn.

γρήγορα, σύντομα

adverb (soon)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I hope John gets here quick, while our friend is still here.

τμήμα του δαχτύλου κάτω από το νύχι

noun (sensitive flesh)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Her fingernail ripped, exposing the quick underneath.

το σημαντικότερο

noun (figurative (most essential part)

οι ζωντανοί

plural noun (archaic (living people)

He will come again to judge the quick and the dead.

κάνω κτ γρήγορα

verbal expression (swift, prompt to do)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was quick to realize that the baby was sick.
Αντιλήφθηκε γρήγορα ότι το μωρό ήταν άρρωστο.

πολύ γρήγορα

adverb (informal (very quickly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My dad's coming! You'd better get out of here double quick!

γρήγορος

adjective (informal (very fast)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που προσφέρει γρήγορο κέρδος

adjective (business: quick profit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχέδιο γρήγορου πλουτισμού

noun (business: plan for quick profit)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ian lost a lot of money when he unwisely invested in a get-rich-quick scheme.

κάνω μια βουτιά

verbal expression (informal (go for quick swim)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Joachim had a quick dip in the lake before lunch.

παίρνω μια γεύση από κτ

verbal expression (figurative (experience briefly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had a quick dip into Zen Buddhism when I was about eighteen years old.

στο μισό χρόνο

expression (very fast)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ο ένας μετά τον άλλον

verbal expression (one coming rapidly after another)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The company is preparing two new products for launch in quick succession.

κάνω κτ γρήγορα, κάνω κτ στα γρήγορα

verbal expression (informal (hurry) (ρήμα ανάλογα με τη δραστηριότητα)

I don't have time to listen, so make it quick.
Δεν έχω χρόνο να σε ακούσω, οπότε πες μου γρήγορα.

τσαπατσούλικος

adjective (informal, figurative (rapidly or roughly improvised) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σύντομη απάντηση, γρήγορη απάντηση

noun (informal (prompt, brief reply)

γρήγορη αλλαγή απόφασης

noun (about-face)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The quick change of opinion was brought about by the discovery of compromising documents.

το σκάω

noun (rapid departure, escape)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The robber's plan was to grab the diamonds and make a quick exit. The moment I saw my ex-wife I made a quick exit through the back door.

πρόχειρη λύση

noun (temporary solution)

πρόχειρος

noun as adjective (solution: temporary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κπ που μαθαίνει γρήγορα

noun (person who understands easily)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γρήγορη ματιά

noun (brief glance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Could you have a quick look at the case and explain what's happening?

είμαι γρήγορο πιστόλι

adjective (quick to draw firearm) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cowboys had to be quick on the draw when they were fighting duels.

γρήγορο πιστόλι

adjective (figurative, informal (quick to act or react) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που τα πιάνει γρήγορα

adjective (figurative, informal (person: understands quickly) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Isabel is a very bright student who is quick on the uptake.

γρήγορη ανταπόκριση, γρήγορη απόκριση

noun (fast reaction time)

που μαθαίνει εύκολα

noun (fast learner)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boy is a quick study.

ευέξαπτος χαρακτήρας

noun (tendency to get angry) (έχω, είμαι)

Patrick has a quick temper, but he always apologizes when he calms down.

γρήγορη σκέψη

noun (problem-solving in an emergency)

Thanks to his quick thinking we escaped the car accident alive.

ρυθμός 120 βημάτων ανά λεπτό

(military)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ευστροφία

noun (sharpness, intelligence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Not only is he intelligent, he has a quick wit.

που στεγνώνει γρήγορα

noun (cement, paint)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταψύχω γρήγορα

transitive verb (food: freeze rapidly)

γρήγορος

adjective (moving fast)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tania jogged slowly around the park, being overtaken by other quick-paced runners.

γρήγορος

adjective (happening fast)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The government was caught unawares by the quick-paced turn of events.

ευέξαπτος

adjective (easily angered)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My mother is quick-tempered, so I always do my chores on time.

εύστροφος

adjective (intelligent, fast-thinking)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His quick-witted comment made the room laugh.

γρήγορος

adjective (figurative, informal, chiefly UK (rapid)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πυροβόλο

adjective (gun: equipped to fire rapidly) (για όπλα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quick στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του quick

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.