Τι σημαίνει το firme στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης firme στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του firme στο ισπανικά.

Η λέξη firme στο ισπανικά σημαίνει υπογράφω, υπογράφω, υπογράφω, υπογράφω, υπογράφω, καταγράφω άφιξη υπογράφοντας, υπογράφω, κλείνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, σταθερός, ανένδοτος, ανυποχώρητος, αμετακίνητος, αμετάπειστος, ακλόνητος, αμετακίνητος, ακλόνητος, σταθερός, ντόμπρος, σκληρός, στερεός, σκληροπυρηνικός, σκληρός, λεπτός, λεπτεπίλεπτος, αποφασιστικός, ανένδοτος, προσκολλημένος, γερός, σταθερός, σφιχτός, που υποστηρίζει σθεναρά, σταθερός, σφικτός, τετράγωνο κτίριο, σταθερός, ακλόνητος, σταθερός, ακλόνητος, αμετάκλητος, σταθερός, σταθερός, σταθερός, πάγιος, σταθερός, ακλόνητος, δυνατός, ανένδοτος, ανυποχώρητος, δυναμικός, αποφασιστικός, επίμονος, σταθερός, ακλόνητος, σκληρός, συμπαγής, ακλόνητος, σταθερός, σταθερός, γερός, ισχυρός, δυνατός, αμείλικτος, ανένδοτος, υπογράφω με κπ, υπογράφω, ανυπόγραφος, υπογράφω αίτηση, υπογράφω, συνυπογράφω, αποκαθιστώ την ειρήνη, φέρνω ειρήνη, υπογράφω αντί κάποιου, υπογράφω για λογαριασμό κάποιου, μονογραφώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης firme

υπογράφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Firmó el formulario en el pie de página.
Υπέγραψε την αίτηση στο κάτω μέρος.

υπογράφω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Firmó en cuanto encontró el lugar correcto.

υπογράφω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Finalmente firmó el acuerdo, tras algunas semanas de negociación.

υπογράφω

verbo transitivo (autógrafo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La estrella de cine firmó muchos autógrafos ese día.

υπογράφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno firmó el proyecto de ley y lo convirtió en ley.

καταγράφω άφιξη υπογράφοντας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por favor regístrense cuando llegue.

υπογράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω, ολοκληρώνω, τελειώνω

(μτφ: ένα γράμμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi padre siempre terminaba sus cartas con: "cariños y besos, Papá."
Ο πατέρας μου πάντα κλείνει γράφοντας «με αγάπη, φιλάκια, μπαμπάς».

σταθερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom confirmó que la silla estuviera firme antes de pararse en ella.
Ο Τομ βεβαιώθηκε ότι η καρέκλα είναι σταθερή, πριν ανέβει πάνω της.

ανένδοτος, ανυποχώρητος, αμετακίνητος, αμετάπειστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Traté de cambiar la opinión de Sonia, pero estaba muy firme.
Προσπάθησα να αλλάξω την απόφαση της Σόνιας, αλλά ήταν ανένδοτη.

ακλόνητος, αμετακίνητος

(σε άποψη, θέση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Arthur es un firme defensor de la justicia.

ακλόνητος, σταθερός

(figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ντόμπρος

(persona) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληρός, στερεός

(αντικείμενα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληροπυρηνικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La cama era firme pero cómoda.
Το κρεβάτι ήταν σκληρό, αλλά άνετο.

λεπτός, λεπτεπίλεπτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las piernas de Stella están firmes de todo el ejercicio que hace.

αποφασιστικός, ανένδοτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El gerente fue firme en su decisión de despedir a varios empleados.

προσκολλημένος

adjetivo de una sola terminación

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El joven tenía un firme agarre de mi tobillo.

γερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σταθερός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un ancla firme sujetará un barco durante una tempestad.
Μια σταθερή άγκυρα θα συγκρατήσει το πλοίο σε περίπτωση ανεμοθύελλας.

σφιχτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hace ejercicio regularmente para mantener sus músculos firmes.
Γυμνάζεται τακτικά για να κρατάει τους μύες της σφιχτούς.

που υποστηρίζει σθεναρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταθερός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pon otro clavo para dejarlo firme.
Βάλε άλλο ένα καρφί για να είναι σταθερό.

σφικτός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bate las claras de huevo hasta que estén firmes.
Χτύπα τα ασπράδια του αβγού μέχρι να γίνουν σφικτά.

τετράγωνο κτίριο

σταθερός, ακλόνητος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Él tiene creencias firmes y no cambiará de manera de pensar.
Είναι σταθερός (or: ακλόνητος) στις πεποιθήσεις του και δεν θα αλλάξει γνώμη.

σταθερός, ακλόνητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se mantuvo firme en su decisión de dejar la empresa.
Έμεινε σταθερός στην απόφασή του να φύγει από την εταιρεία.

αμετάκλητος

adjetivo (επίσημο: δεν αλλάζει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Él tomó la firme decisión de quedarse en casa y nadie pudo hacerle cambiar de opinión.
Πήρε την αμετάκλητη απόφαση να μείνει σπίτι και κανένας δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη.

σταθερός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El cocinero cortó la carne con mano firme.

σταθερός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No te preocupes por la manija, ya quedó firme.
Μην ανησυχείς για αυτό το χερούλι - είναι σταθερό τώρα.

σταθερός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Él estableció un precio firme para el auto y no iba a aceptar menos.

πάγιος, σταθερός, ακλόνητος

(απόφαση, άποψη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La firme creencia en los principios izquierdistas de Ray nunca ha flaqueado.
Η ακλόνητη πίστη του Ρέι στις αρχές της Αριστεράς δεν είχε σβήσει ποτέ.

δυνατός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tienes que ser firme si quieres tener un cargo público.

ανένδοτος, ανυποχώρητος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυναμικός, αποφασιστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sidney nunca fue muy resuelta, y quizás por eso nunca la ascendieron.
Η Σίδνεϋ δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα δυναμική κι ενδεχομένως γι' αυτό δεν έχει πάρει ακόμα προαγωγή.

επίμονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aunque no era muy rápida, Rita era una corredora tenaz y estaba decidida a terminar una maratón.

σταθερός, ακλόνητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta cama tiene un colchón duro.
Αυτό το κρεβάτι έχει σκληρό στρώμα.

συμπαγής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los mineros tuvieron que dejar de excavar en el pozo cuando se toparon con roca sólida.
Οι ανθρακωρύχοι έπρεπε να σταματήσουν να σκάβουν το φρεάτιο όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με συμπαγή βράχο.

ακλόνητος, σταθερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
David tiene una férrea confianza en sus propias habilidades.

σταθερός, γερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hannah comprobó que la silla era estable antes de subirse en ella. A pesar de esa pedazo de grieta, la pared es estable.

ισχυρός, δυνατός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kim tiene una voluntad férrea.
Η Κιμ έχει ισχυρή θέληση.

αμείλικτος, ανένδοτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Natalia era implacable a la hora de alcanzar sus objetivos.
Η Νάταλι ήταν αδίστακτη στο κυνήγι του στόχου της.

υπογράφω με κπ

Firmaron un nuevo contrato con la estrella de basquetbol.
Δέσμευσαν τον διάσημο μπασκετμπολίστα με νέο συμβόλαιο.

υπογράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανυπόγραφος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπογράφω αίτηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me pidieron que firmara una petición contra eso, pero me negué.

υπογράφω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor, firme la salida en recepción antes de abandonar el edificio.
Παρακαλώ υπόγραψε στην υποδοχή πριν εγκαταλείψεις το κτίριο.

συνυπογράφω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκαθιστώ την ειρήνη, φέρνω ειρήνη

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Después de varios años en conflictos, los dos países consiguieron firmar la paz.

υπογράφω αντί κάποιου, υπογράφω για λογαριασμό κάποιου

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pásame la carta y yo la firmo por él porque no está disponible en este momento.
Δώσε μου το γράμμα και θα υπογράψω εγώ για αυτόν καθώς δεν είναι διαθέσιμος τώρα..

μονογραφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El oficial de aduanas firmó con las iniciales el documento y dejó pasar la caja.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του firme στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.