Τι σημαίνει το hockey στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hockey στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hockey στο Αγγλικά.

Η λέξη hockey στο Αγγλικά σημαίνει χόκεϊ, χόκεϊ επί χόρτου, του χόκεϊ, του χόκεϊ, air hockey, τραπέζι για air hockey, τοίχος, χόκεϊ επί χόρτου, εξοπλισμός για χόκεϊ, εξοπλισμός για χόκεϋ, αγώνας χόκεϊ επί χόρτου, αγώνας χόκεϋ επί χόρτου, αγώνας χόκεϊ, αγώνας χόκεϋ, γάντια χόκεί, κράνος, φανέλα χόκεϊ, φανέλα χόκεϋ, τέρμα, παντελόνι χόκεϊ, παντελόνι χόκεϋ, παίκτης χόκεί, δίσκος, κάλτσες του χόκεϊ, κάλτσες του χόκεϋ, μπαστούνι χόκεί, τουρνουά χόκεϊ, τουρνουά χόκεϋ, προστατευτικό προσώπου, χόκεϊ σε πάγο, γήπεδο για χόκεϊ επί πάγου, δίσκος, χόκεϊ με πατίνια, χόκεϋ με πατίνια, πρωτάθλημα χόκεϊ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hockey

χόκεϊ

noun (US, Can (sport: ice hockey)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
No sport is more avidly followed in Canada than hockey.
Κανένα άλλο σπορ δεν παρακολουθείται τόσο φανατικά στον Καναδά όσο το χόκεϊ επί πάγου.

χόκεϊ επί χόρτου

noun (UK (sport: field hockey)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The school's team travelled to play hockey in Germany.
Η σχολική ομάδα ταξίδεψε στη Γερμανία για να παίξει χόκεϊ επί χόρτου.

του χόκεϊ

noun as adjective (US, Can (relating to ice hockey)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The hockey match was televised in Canada and the USA.
Ο αγώνας χόκεϊ μεταδόθηκε στην τηλεόραση στον Καναδά και στις ΗΠΑ.

του χόκεϊ

noun as adjective (UK (relating to field hockey)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

air hockey

noun (table game played with a puck) (παιχνίδι με δίσκους)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τραπέζι για air hockey

noun (surface for playing air hockey)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τοίχος

noun (hockey rink) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The board is closed for repairs, so all hockey games have been rescheduled.

χόκεϊ επί χόρτου

noun (mainly US (sport: hockey played on a field)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Field hockey is played with a ball, not a puck.

εξοπλισμός για χόκεϊ, εξοπλισμός για χόκεϋ

noun (gear used in playing hockey)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγώνας χόκεϊ επί χόρτου, αγώνας χόκεϋ επί χόρτου

noun (UK (field-hockey match)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αγώνας χόκεϊ, αγώνας χόκεϋ

noun (US, Can (ice-hockey match)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

γάντια χόκεί

plural noun (hockey player's gloves)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I've been looking for my hockey gloves since Sunday.

κράνος

noun (hockey player's headgear)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φανέλα χόκεϊ, φανέλα χόκεϋ

noun (hockey player's sweater)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τέρμα

noun (mesh: hockey goal) (γήπεδο χόκεϊ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παντελόνι χόκεϊ, παντελόνι χόκεϋ

plural noun (trousers worn by hockey player)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίκτης χόκεί

noun (sportsperson: plays hockey)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The siblings were both hockey players: the brother played ice hockey and the sister played field hockey.

δίσκος

noun (black disk used in ice hockey)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάλτσες του χόκεϊ, κάλτσες του χόκεϋ

noun (usually plural (hockey player's leg protector) (πάνω από επικαλαμίδες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαστούνι χόκεί

noun (long stick used in hockey)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Stop hitting your brother with that hockey stick!

τουρνουά χόκεϊ, τουρνουά χόκεϋ

noun (hockey competition)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προστατευτικό προσώπου

noun (hockey player's eye screen) (για χόκεϊ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χόκεϊ σε πάγο

noun (team sport played on ice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ice hockey is Canada's most popular sport.

γήπεδο για χόκεϊ επί πάγου

noun (ice rink used as sports venue)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίσκος

noun (ice hockey disk) (χόκεϊ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The puck moves so fast it's sometimes hard to see.

χόκεϊ με πατίνια, χόκεϋ με πατίνια

noun (team sport played on rollerskates)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Roller hockey is different than ice hockey because players wear roller skates instead of ice skates.

πρωτάθλημα χόκεϊ

noun (sport: ice hockey division)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hockey στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hockey

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.