Τι σημαίνει το ice στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ice στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ice στο Αγγλικά.

Η λέξη ice στο Αγγλικά σημαίνει πάγος, παγάκι, γρανίτα, παγωμάρα, παγώνω, καλύπτομαι με πάγο, παγώνω, παγώνω, βάζω πάγο, icing, βάζω στο ψυγείο, γλασάρω, παγώνω, καλύπτομαι με πάγο, λεπτό στρώμα πάγου, σπάζω τον πάγο, παγωτό με κομμάτια σοκολάτας, παγωμένος, παγερός, δεν πιάνω, δεν πιάνω σε κπ, ξεπαγώνω, ξηρός πάγος, ξηρός πάγος, εποχή των παγετώνων, σκαπάνη ορειβασίας, παγοκύστη, ανοιχτός μπλε, παγωνιέρα, παγοκάλυμμα, φορητό ψυγείο, αναρρίχηση σε πάγο, πυρήνας πάγου, παγωτό, μηχανή παγωτού, παγωτατζής, παγωτό με γαρνιτούρα, παγοθραύστης, παγοκρύσταλλοι, παγάκι, κατάδυση στον πάγο, εποχή των παγετώνων, παγονησίδα, ψάρεμα σε παγωμένο ποτάμι ή λίμνη, παγονησίδα, παγοθραύστης, χόκεϊ σε πάγο, γρανίτα, παγομηχανή, παγομηχανή, παγωτό με χαμηλά λιπαρά, παγοκύστη, παγοκύστη, κομμάτι πάγου που επιπλέει, παγοκόφτης, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γρανίτα, παγοδρόμιο, ξύστρα για τον πάγο, γλυπτό από πάγο, φύλλο πάγου, παγονησίδα, παγοπέδιλο, κάνω πατινάζ, αθλητής του πατινάζ, αθλήτρια του πατινάζ, πατινάζ, παγοδρομικός, πατινάζ, παγοθύελλα, παγωμένο τσάι, κρύο τσάι, παγοθήκη, παγωμένο νερό, νερό με παγάκια, παγωμένος, κρύος, ψυχρός, παγωμένος, παγωτομηχανή, χωνάκι, ποτό με παγωτό, παγωτατζίδικο, παγωτατζίδικο, παγοθήκη, γήπεδο για χόκεϊ επί πάγου, που σπάει τον πάγο, παγοθραυστικό, παγωμένος καφές, παγωμένο τσάι, κρύο τσάι, με πάγο, στον πάγο, στον πάγο, βρίσκομαι σε επισφαλή θέση, μάζα πάγου, γρανίτα, αναβάλλω, πάγος, θαλάσσιος πάγος, στρώμα πάγου, πίστα πατινάζ, παγωτό μηχανής, παίζω με τη φωτιά, πάγος, σορμπέ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ice

πάγος

noun (solid water)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was a dangerous layer of ice on the roads.
Υπήρχε μια επικίνδυνη στρώση πάγου στους δρόμους.

παγάκι

noun (ice cubes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Is there any ice left for the drinks?
Έχει μένει καθόλου πάγος για τα ποτά;

γρανίτα

noun (dessert) (χωρίς γάλα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I can't decide between the cheesecake and the strawberry ice.

παγωμάρα

noun (unfriendliness)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was ice in the other woman's manner.

παγώνω

intransitive verb (freeze)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The waterfall will slowly ice in winter.

καλύπτομαι με πάγο

intransitive verb (be ice-coated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The arctic seas begin to ice over again.

παγώνω

transitive verb (cover with ice)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cold winter iced the river.

παγώνω

transitive verb (freeze)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The blizzard iced the airplane's wings.

βάζω πάγο

transitive verb (cool with ice)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to ice that sprained ankle to reduce the swelling.

icing

transitive verb (Can (hockey) (χόκεϋ επι πάγου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The home team missed an opportunity because they iced the puck.

βάζω στο ψυγείο

transitive verb (refrigerate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She wanted to ice the excess meat.

γλασάρω

transitive verb (mainly UK (cake: add thin sugary coating)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you ice my wedding cake, please?

παγώνω

phrasal verb, intransitive (freeze on surface) (στην επιφάνεια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In winter the river generally ices over for two months or more.

καλύπτομαι με πάγο

phrasal verb, intransitive (become covered or blocked with ice)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The lake usually begins to ice up in January.

λεπτό στρώμα πάγου

noun (thin ice layer on ground)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I skidded on the black ice and ran into a fence.

σπάζω τον πάγο

verbal expression (figurative (start a conversation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Party games are an effective way to break the ice at a gathering.

παγωτό με κομμάτια σοκολάτας

noun (ice cream: chocolate bits)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παγωμένος, παγερός

adjective (very cold)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sodas from the vendor on the beach were as cold as ice.

δεν πιάνω

verbal expression (figurative, informal (have no effect) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν πιάνω σε κπ

verbal expression (figurative, informal (have no effect on [sb]) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεπαγώνω

transitive verb (thaw, defrost)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξηρός πάγος

noun (CO2: used for refrigeration)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I need some dry ice to ship these crawfish to Cuba.

ξηρός πάγος

noun (artificial smoke effect)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dry ice covered the stage as the band appeared.

εποχή των παγετώνων

noun (cold prehistoric period)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mammoths lived at the end of the last ice age. Another ice age is due to begin within 1000 years or so.
Τα μαμούθ έζησαν κοντά στο τέλος της εποχής των παγετώνων. Ακόμη μία εποχή των παγετώνων πρόκειται να αρχίσει μέσα στα επόμενα 1000 χρόνια περίπου.

σκαπάνη ορειβασίας

noun (mountaineering pick)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
You must take an ice ax if you're planning to walk on the glacier.

παγοκύστη

noun (ice-filled compress for pain relief)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
For an hour after the fight, he sat with an ice bag over his right eye.

ανοιχτός μπλε

adjective (very light blue)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

παγωνιέρα

noun (receptacle for chilling drinks)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παγοκάλυμμα

noun (small ice mass in high area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
An ice cap sat atop Mt. Kilimanjaro.

φορητό ψυγείο

(ice box)

αναρρίχηση σε πάγο

noun (sport: scaling icy cliffs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυρήνας πάγου

noun (sample taken of ice layers) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Ice cores are useful for climatic research.

παγωτό

noun (frozen dessert)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My favourite dessert is strawberry ice cream.
Το αγαπημένο μου επιδόρπιο είναι το παγωτό φράουλα.

μηχανή παγωτού

noun (appliance: makes ice cream)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I am thinking of buying an ice cream maker this summer, so we can make our own.

παγωτατζής

noun (travelling ice-cream seller)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I am waiting for the ice cream man to come so that I can buy some ice cream.

παγωτό με γαρνιτούρα

noun (dessert)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Knickerbocker glory is a popular type of ice cream sundae.

παγοθραύστης

noun (appliance that crushes ice for drinks)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I need to borrow an ice crusher to make the margaritas for my cocktail party.

παγοκρύσταλλοι

plural noun (ice formations)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
It was so cold that ice crystals were forming on his beard and hair.

παγάκι

noun (often plural (small block of ice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I like at least three ice cubes in my gin and tonic.
Θέλω τουλάχιστον τρία παγάκια στο τζιν τόνικ μου.

κατάδυση στον πάγο

noun (scuba diving under layer of ice)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εποχή των παγετώνων

noun (prehistoric period: glacial age)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The river valley was originally shaped by glaciers from the ice era.

παγονησίδα

(floating ice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψάρεμα σε παγωμένο ποτάμι ή λίμνη

noun (angling for fish through a hole in ice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In winter we used to go ice-fishing when the lake froze over, but we never caught any fish.

παγονησίδα

noun (floating sheet of ice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I saw a polar bear and two cubs sitting on an ice floe.

παγοθραύστης

noun (machine for crushing ice)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χόκεϊ σε πάγο

noun (team sport played on ice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ice hockey is Canada's most popular sport.

γρανίτα

noun (UK (popsicle: frozen lolly)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Summertime is a good time for ice lollies.
Το καλοκαίρι είναι καλή περίοδος για γρανίτες.

παγομηχανή

noun (machine that makes ice cubes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ice machine was broken so we had to drink warm lemonade.

παγομηχανή

noun (machine that makes ice cubes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The refrigerator with an ice maker only costs a few dollars more.

παγωτό με χαμηλά λιπαρά

noun (frozen milk dessert)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ice milk was the low-fat ice cream of the 60's and 70's.

παγοκύστη

noun (ice-filled compress for pain relief)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I applied an ice pack to my twisted ankle to relieve the pain.

παγοκύστη

noun (freezable pack used in coolers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κομμάτι πάγου που επιπλέει

noun (floating ice mass)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The size of the permanent Arctic ice pack is diminishing.

παγοκόφτης

noun (pointed tool for breaking ice)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (flowering plant)

γρανίτα

noun (frozen dessert)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She liked the peach ice pops best.
Πιο πολύ της άρεσε η γρανίτα ροδάκινο.

παγοδρόμιο

noun (arena with ice-covered floor)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Every weekend we go skating at the local ice rink.
Κάθε σαββατοκύριακο πηγαίνουμε για πατινάζ στο παγοδρόμιο της περιοχής μας.

ξύστρα για τον πάγο

noun (tool that removes ice from windows)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He tried to use his ice scraper like a hammer to break the ice and he broke his windshield.

γλυπτό από πάγο

noun (artwork carved from ice)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The swan ice sculpture began to melt when the temperature rose to 50 degrees.

φύλλο πάγου

noun (layer of ice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
At one time an ice sheet covered most of the Northern part of the North American continent, now ice sheets only exist in Greenland and Antarctica.

παγονησίδα

noun (sheet ice that extends over water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The breaking up of the huge Antarctic ice shelf is a sure sign of global warming.

παγοπέδιλο

noun (usually plural (boot with blade for skating on ice) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Get your ice skates and go skating with us.

κάνω πατινάζ

intransitive verb (go skating on ice)

There were people ice-skating on the frozen pond.

αθλητής του πατινάζ, αθλήτρια του πατινάζ

noun (person who skates on ice)

πατινάζ

noun (activity: skating on ice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ice skating in Rockefeller Center is fantastic. Ice skating is the most popular sport here in winter.
Το πατινάζ στο κέντρο Ροκφέλερ είναι φανταστικό. Το πατινάζ είναι το πιο δημοφιλές άθλημα το χειμώνα εδώ πέρα.

παγοδρομικός

noun as adjective (relating to skating on ice)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Olga has gone to her ice skating lesson.

πατινάζ

noun (sport: figure skating on ice)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ice skating is my favorite sport to watch during the Winter Olympics.
Το πατινάζ είναι το αγαπημένο μου άθλημα το οποίο παρακολουθώ κατά τη διάρκεια των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων.

παγοθύελλα

(meteorology)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παγωμένο τσάι, κρύο τσάι

noun (tea served with ice cubes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A glass of iced tea is very refreshing in the summer time. In the southern US, iced tea is usually served sweetened and called "sweet tea.".
Ένα ποτήρι κρύο τσάι είναι πολύ αναζωογονητικό το καλοκαίρι. Στη Νότια Αμερική το κρύο τσάι συνήθως σερβίρεται πιο γλυκό και ονομάζεται «γλυκό τσάι».

παγοθήκη

noun (container for freezing water into cubes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παγωμένο νερό

noun (melted ice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When the snows melt in spring, the rivers are swollen with ice water.

νερό με παγάκια

noun (drinking water served with ice)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would like a glass of ice water to cool me down.

παγωμένος

adjective (extremely cold to touch)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρύος, ψυχρός, παγωμένος

adjective (without emotion) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παγωτομηχανή

noun (machine: makes ice cream)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χωνάκι

noun (conical wafer) (για παγωτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All the children were licking ice-cream cones, so we knew there was an ice-cream seller somewhere nearby. Gelato may be served in an ice-cream cone or a cup.

ποτό με παγωτό

noun (cold drink with ice cream) (με ή χωρίς αλκοόλ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παγωτατζίδικο

noun (café: serves ice cream) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ice cream parlor offers more than 20 different sundae toppings.

παγωτατζίδικο

noun (vehicle: ice cream) (όχημα, όχι κατάστημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I think I can hear the ice-cream van coming!

παγοθήκη

noun (container for freezing water into blocks)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γήπεδο για χόκεϊ επί πάγου

noun (ice rink used as sports venue)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που σπάει τον πάγο

noun (figurative (conversation starter) (μεταφορικά: κουβέντα, ατάκα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On the first day of the job, we used icebreakers to get to know each other.
Την πρώτη μέρα στη δουλειά, αναφερθήκαμε σε κάποια θέματα που σπάνε τον πάγο για να γνωριστούμε.

παγοθραυστικό

noun (ship that breaks ice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παγωμένος καφές

noun (cold coffee with ice)

Sophie was drinking a glass of iced coffee.

παγωμένο τσάι, κρύο τσάι

noun (tea served with ice cubes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

με πάγο

adverb (drink: with ice cubes) (για ποτά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I think I'll have a scotch on ice.

στον πάγο

adverb (on an ice rink)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At Christmas, we're going to see Peter Pan on ice.

στον πάγο

adjective (figurative (set aside, in readiness) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Our plans are on ice while we wait to find out the results.

βρίσκομαι σε επισφαλή θέση

verbal expression (figurative (do [sth] risky)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μάζα πάγου

noun (ice mass, ice floe)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Their ship was crushed after becoming trapped in pack ice.

γρανίτα

noun (US, ® (ice lolly)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The kids' favorite summertime treat is a Popsicle.

αναβάλλω

verbal expression (figurative (postpone [sth], stop [sth] temporarily)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She decided to put the wedding plans on ice after her fiance lost his job.

πάγος

noun (literary (layer of ice or frost)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The rime sparkled in the sunshine.

θαλάσσιος πάγος

noun (frozen ocean water)

στρώμα πάγου

noun (layer of ice)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
After the freezing rain, there is a sheet of ice covering the car.

πίστα πατινάζ

noun (arena for ice skating)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In winter the ponds are used as skating rinks.
Το χειμώνα οι λίμνες χρησιμοποιούνται ως πίστες πατινάζ.

παγωτό μηχανής

noun (frozen dessert with soft consistency)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
For dessert we had soft serve ice cream in a cone.
Για επιδόρπιο, φάγαμε παγωτό μηχανής σε χωνάκι.

παίζω με τη φωτιά

verbal expression (figurative (take a risk) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You're walking on thin ice if you keep insulting Katie.

πάγος

noun (direct freezing of water)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σορμπέ

noun (frozen dessert)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ice στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ice

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.