Τι σημαίνει το face στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης face στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του face στο Αγγλικά.

Η λέξη face στο Αγγλικά σημαίνει πρόσωπο, κοιτάζω, αποδέχομαι, έκφραση, γκριμάτσα, πρόσωπο, πρόσοψη, θράσος, μπροστινή πλευρά, πλευρά, γραμματοσειρά, μέτωπο, εκπρόσωπος, στρέφομαι, βλέπω, κοιτάζω, αντιμετωπίζω, καλύπτω, κοιτάζω, βλέπω, στρίβω, κρατώ την μπάλα για την εκκίνηση, τσοκ, κάλυμμα πρίζας, ασπίδα προσώπου, γυάλινη πλάκα, αντιμετωπίζω, κοιτάω προς τα έξω, βλέπω προς τα έξω, αντιμετωπίζω, αποδέχομαι, παραδέχομαι, αντιμετωπίζω, μεταβολή, μεταβολή, Μεταβολή!, κάνω μεταβολή, κάνω μεταβολή, αγγελικό πρόσωπο, τοις μετρητοίς, μικροδείχνω, μικροδείχνω, νευριασμένος, οργισμένος, τσατισμένος, κάθετη πλαγιά, καντράν, έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο, κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου, αφήνω τα σημάδια μου στο πρόσωπο κάποιου, φιγούρα, κρέμα προσώπου, με το πρόσωπο προς τα κάτω, κατάλαβέ το, αποδέξου το, λίφτινγκ, προστατευτική μάσκα, μάσκα, προστατευτική μάσκα, μάσκα προσώπου, αγγελικό πρόσωπο, αντιπαράθεση, σύγκρουση, face-off, faceoff, βαφή προσώπου, ζωγραφική προσώπου, πούδρα, είμαι στα πρόθυρα απόλυσης, είμαι στα πρόθυρα κλεισίματος, αντιμετωπίζω τις συνέπειες, αναλαμβάνω την ευθύνη, πρόσωπο με πρόσωπο, πρόσωπο με πρόσωπο με κπ/κτ, προς τα πάνω, ονομαστική αξία, που κρατάει τα προσχήματα, πρόσωπο με πρόσωπο, συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο, μικρή πετσέτα, έρχομαι σε πλήρη αντίθεση με κτ, σκατόφατσα, που καλύπτει όλο το πρόσωπο, ανφάς, κρυφή πτυχή, δεν έχω μούτρα, καλύπτω το πρόσωπο, κατά πρόσωπο, κατάφατσα, στο πρόσωπο, παρόλο, μπροστά σε κτ, αντιμέτωπος με το θάνατο, Άρπα την!, Φα' την!, που γίνεται κατάμουτρα, μένω σοβαρός, πρόσωπο με ζαρωμένα χείλη, γελάω στα μούτρα κπ, αψηφώ, μούτρα, ξεφτιλίζομαι, ρεζιλεύομαι, κάνω γκριμάτσα, συναντιέμαι από κοντά/πρόσωπο με πρόσωπο, συναντώ από κοντά, εκ πρώτης όψεως, ανοιχτό σάντουιτς, εξωτερική επιφάνεια, ανέκφραστο πρόσωπο, ανέκφραστος, κάνω γκριμάτσα, δείχνω θάρρος, επιδεικνύω θάρρος, παγωμένη έκφραση, Κλίνατε επί δεξιά!, κάθετη επιφάνεια βράχου, περισώζω την αξιοπρέπειά μου, βγάλε το σκασμό, χαστούκι, προσβολή, απόρριψη, χαμογελάκι, γελάκι, είμαι προφανής, σοβαρό πρόσωπο, μπουκώνομαι, χειρουργική μάσκα, πετάω στα μούτρα, κατά πρόσωπο, αναστροφή, μεταστροφή θέσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης face

πρόσωπο

noun (front of head)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ball hit him in the face.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δε μου αρέσει η μάπα (or: μούρη) του.

κοιτάζω

transitive verb (look towards)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Face the teacher when you're talking to her.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά από αυτό που έγινε δεν μπορώ να τον αντικρίσω.

αποδέχομαι

transitive verb (accept reality)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We have to face the facts.
Πρέπει να αποδεχτούμε τα γεγονότα.

έκφραση

noun (expression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She did not have a happy face that day.
Δεν είχε πολύ χαρούμενη φάτσα εκείνη την ημέρα.

γκριμάτσα

noun (grimace) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stop pulling faces!
Σταμάτα να κάνεις γκριμάτσες!

πρόσωπο

noun (surface) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I was the luckiest man on the face of the earth.
Ήμουν ο πιο τυχερός άνθρωπος επί προσώπου γης.

πρόσοψη

noun (façade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The face of the house was covered in plaster.
Η πρόσοψη του σπιτιού ήταν καλυμμένη με σοβά.

θράσος

noun (figurative, informal (impudence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He had the face to ask me for more money!
Είχε το θράσος να μου ζητήσει περισσότερα λεφτά!

μπροστινή πλευρά

noun (visible side)

She placed the card face down on the table.
Τοποθέτησε την κάρτα στο τραπέζι με την μπροστινή πλευρά προς τα κάτω.

πλευρά

noun (geometry: side)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A cube has six faces.
Ένας κύβος έχει έξι πλευρές.

γραμματοσειρά

noun (typography: design)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They used a large, heavy face for the title.
Χρησιμοποίησαν μεγάλη και πλατιά γραμματοσειρά για τον τίτλο.

μέτωπο

noun (mining: wall) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They drilled into the face of the rock.
Τρύπησαν το μέτωπο του βράχου.

εκπρόσωπος

noun (figurative (public representation)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The face of the party must be someone who appeals to all voters.
Ο εκπρόσωπος του κόμματος πρέπει να είναι κάποιος που είναι αρεστός σε όλους τους ψηφοφόρους.

στρέφομαι

intransitive verb (turn)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Her mind faces towards the future.
Η ματιά της στρέφεται στο μέλλον.

βλέπω

intransitive verb (be situated) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our bedroom faces to the east.
Το δωμάτιό μας βλέπει την ανατολή.

κοιτάζω

transitive verb (turn toward)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Turn and face the audience.
Γύρνα και αντίκρισε το κοινό.

αντιμετωπίζω

transitive verb (confront) (ψάχνω λύση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You've got to face your problems.
Πρέπει να αντιμετωπίσεις τα προβλήματά σου.

καλύπτω

transitive verb (cover)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The front of the house was faced with limestone.
Το μπροστινό μέρος του σπιτιού ήταν καλυμμένο με ασβεστόλιθο.

κοιτάζω, βλέπω

transitive verb (card: turn upward)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lay your cards down without facing any of them.
Άνοιξε τα χαρτιά σου χωρίς να κοιτάζεις κανένα.

στρίβω

transitive verb (soldiers: turn toward)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Face the soldier to your right!
Στρίψε προς τον στρατιώτη δεξιά!

κρατώ την μπάλα για την εκκίνηση

transitive verb (ice hockey: drop a puck)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The referee faced the ball between the two opposing players.
Ο διαιτητής κράτησε τη μπάλα ανάμεσα στους δυο αντίπαλους παίκτες για την εκκίνηση.

τσοκ

noun (machinery: part of lathe) (σε τόρνο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κάλυμμα πρίζας

noun (building: covering of switch, outlet)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ασπίδα προσώπου

noun (helmet: face shield)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γυάλινη πλάκα

noun (TV screen)

αντιμετωπίζω

phrasal verb, transitive, separable (overcome by confronting)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I faced down my attacker and he ran away.

κοιτάω προς τα έξω, βλέπω προς τα έξω

phrasal verb, intransitive (be looking outwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιμετωπίζω, αποδέχομαι, παραδέχομαι

(colloquial (acknowledge: [sth] unpleasant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You need to face up to reality, and deal with the matter swiftly.
Πρέπει να αποδεχτείς την πραγματικότητα και να διευθετήσεις γρήγορα το ζήτημα.

αντιμετωπίζω

(colloquial (confront)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you face up to bullies, they usually leave you alone afterwards.
Αν αντιμετωπίσεις τους νταήδες, συνήθως σε αφήνουν ήσυχο μετά.

μεταβολή

noun (figurative (policy, opinion: reversal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Following a strong public outcry, the politician did an about-face regarding his position on global warming.
Σε συνέχεια της ισχυρής κοινωνικής κατακραυγής, ο πολιτικός έκανε μεταβολή σε ότι αφορά την θέση του για την υπερθέρμανση του πλανήτη.

μεταβολή

noun (military: turn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Μεταβολή!

interjection (military: turn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Company halt! About-face! Forward march!
Λόχος αλτ! Μεταβολή! Εμπρός μαρς!

κάνω μεταβολή

intransitive verb (military: perform a turn)

κάνω μεταβολή

intransitive verb (turn in opposite direction)

αγγελικό πρόσωπο

noun (young or innocent facial features)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My girl has an angel face.

τοις μετρητοίς

adverb (figurative (for its apparent worth) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can't take what she says at face value: she always has an agenda.

μικροδείχνω

noun (child-like facial features)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She has such a baby face, you'd never guess she was in her thirties.

μικροδείχνω

noun (informal ([sb] with a child-like face)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Without that beard, you can clearly see that he's a baby face.

νευριασμένος, οργισμένος, τσατισμένος

adjective (figurative, informal (exasperated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I've told my daughter to pick up her clothes until I'm blue in the face.

κάθετη πλαγιά

noun (vertical surface of a cliff)

Many climbed the slope but he was the first to conquer the sheer wall of the cliff face.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κάθετη πλαγιά του γκρεμού αποτελεί πρόκληση για τους ορειβάτες.

καντράν

noun (display of an analogue timepiece) (ρολόι)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο

verbal expression (literal, figurative (be confronted by, meet [sb], [sth]) (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I knew that at some point, I would have to come face to face with my ex.

κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου

verbal expression (figurative (put self at disadvantage through spite)

αφήνω τα σημάδια μου στο πρόσωπο κάποιου

verbal expression (figurative (time, etc.: age [sb]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Time had etched deep lines on Leon's face.

φιγούρα

noun (playing cards: king, queen or jack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The king, queen and jack are called face cards.

κρέμα προσώπου

noun (lotion for facial skin)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

με το πρόσωπο προς τα κάτω

adverb (facing downwards)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Place the document face down on the glass to scan it. After tripping over the roller skate, he found himself face down on the sidewalk.

κατάλαβέ το, αποδέξου το

interjection (informal (accept reality)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Face it, Peter – you're just not a very good singer. Face it - your mother's gone and nothing you do can bring her back.
Κατάλαβε το, Πέτρο - απλά δεν είσαι πολύ καλός τραγουδιστής. Αποδέξου το - η μητέρα σου πέθανε και δεν μπορείς να τη φέρεις πίσω με τίποτα.

λίφτινγκ

noun (surgery: tightens facial skin)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Mary looked fantastic after her facelift. // Many celebrities get face-lifts to appear younger.
Η Μαίρη έδειχνε υπέροχη μετά το λίφτινγκ. Πολλοί διάσημοι κάνουν λίφτινγκ, για να δείχνουν νεότεροι.

προστατευτική μάσκα

noun (sports: protective equipment)

μάσκα

noun (hygienic face covering)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προστατευτική μάσκα

noun (face shield)

μάσκα προσώπου

noun (facial skin cleansing substance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγγελικό πρόσωπο

noun (sweet and innocent appearance)

She was evil to the core but she had the face of an angel.

αντιπαράθεση, σύγκρουση

noun (confrontation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The situation triggered a face-off between the government and farmers.

face-off, faceoff

noun (ice hockey: start of play) (έναρξη παιχνιδιού στο χόκεϊ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

βαφή προσώπου

noun (paints for decorating face)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζωγραφική προσώπου

noun (decorating the face with paint)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πούδρα

(cosmetics)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είμαι στα πρόθυρα απόλυσης

verbal expression (informal (person: facing job loss)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι στα πρόθυρα κλεισίματος

verbal expression (informal (establishment: facing closure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντιμετωπίζω τις συνέπειες, αναλαμβάνω την ευθύνη

verbal expression (figurative, informal (confront [sth]'s consequences)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His only option was to go home and face the music.

πρόσωπο με πρόσωπο

adverb (in person)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We exchanged emails for a year before finally meeting face to face. We'd seen each other's photos, but the first time we met face to face was a shock.
Ανταλλάζαμε email για ένα χρόνο πριν τελικά βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Είχαμε δει φωτογραφίες ο ένας του άλλου, αλλά την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο σοκαριστήκαμε.

πρόσωπο με πρόσωπο με κπ/κτ

expression (confronted with, meeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Walking in the woods, the man was shocked to find himself face-to-face with a bear.

προς τα πάνω

adverb (facing upwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Start the game by drawing a card from the pack and placing it face up on the table.

ονομαστική αξία

noun (monetary worth as printed)

Banks will only cash notes for their face value.
Οι τράπεζες θα εξαργυρώνουν χαρτονομίσματα μόνο με την ονομαστική τους αξία.

που κρατάει τα προσχήματα

adjective (preserving reputation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόσωπο με πρόσωπο

adjective (direct, in person)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Our first face-to-face encounter was way back in 1982. This school provides both online and face-to-face tutoring.

συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο

noun (in-person discussion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When discussing matters like these, it's usually better to have a face-to-face meeting.

μικρή πετσέτα

noun (face flannel, wash cloth) (μπάνιου, προσώπου)

έρχομαι σε πλήρη αντίθεση με κτ

verbal expression (figurative (contradict completely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκατόφατσα

noun (vulgar, pejorative, offensive, slang (insult) (αργκό, προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What's your problem, f*** face?

που καλύπτει όλο το πρόσωπο

noun as adjective (veil, helmet: covering the whole face)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανφάς

noun as adjective (portrait, photo of face: from the front)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κρυφή πτυχή

noun (figurative (unseen aspects of [sth])

Destruction of families is the hidden face of drugs.

δεν έχω μούτρα

intransitive verb (figurative (be ashamed) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You were so rude to her - you'll have to hide your face in future.

καλύπτω το πρόσωπο

intransitive verb (literal (cover your features) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is common for Muslim women to hide their faces in public.

κατά πρόσωπο, κατάφατσα

adverb (figurative (head on, directly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He stared death in the face when he came off his motorcycle.

στο πρόσωπο

adverb (in the front of one's head)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm having persistent pains in the face, doctor.

παρόλο

expression (despite)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
In the face of all her problems, Mary persisted in her studies.
Παρά τα προβλήματά της, η Μαίρη συνέχισε τις σπουδές της.

μπροστά σε κτ

expression (when confronted with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In the face of the angry crowd, the speaker maintained her calm.
Η ομιλήτρια διατήρησε την ψυχραιμία της μπροστά στο θυμωμένο πλήθος.

αντιμέτωπος με το θάνατο

expression (when confronting death)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A bullfighter stands in the face of death every time he goes into the ring.

Άρπα την!, Φα' την!

interjection (US, figurative, slang (defiance) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You thought I couldn't win? Well, I did! In your face!

που γίνεται κατάμουτρα

adjective (figurative, slang (bold, provocative)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Consumers resent the intrusion of in-your-face advertising into their lives.

μένω σοβαρός

verbal expression (informal (look serious, avoid smiling) (έκφραση προσώπου)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I couldn't keep a straight face when she said she was a virgin. It was difficult to keep a straight face when I played that prank on my coworkers.

πρόσωπο με ζαρωμένα χείλη

noun (informal (puckered mouth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γελάω στα μούτρα κπ

verbal expression (informal (greet [sb] with derision)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When he suggested that I pay $10,000 for that piece of junk, I laughed in his face.

αψηφώ

verbal expression (informal, figurative (mock defiantly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's so brave that he laughs in the face of danger.

μούτρα

noun (figurative (sad expression) (μεταφορικά: λύπη, γκρίνια)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
You got everything you wanted, so why the long face?

ξεφτιλίζομαι, ρεζιλεύομαι

verbal expression (be embarrassed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω γκριμάτσα

verbal expression (informal (make silly facial expression)

To make me laugh, my dad made funny faces at me.

συναντιέμαι από κοντά/πρόσωπο με πρόσωπο

verbal expression (hold a meeting in person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Email and conference calls can't replace meeting face to face.

συναντώ από κοντά

verbal expression (encounter in the flesh)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
While I was out hiking, I met face to face with a mountain lion.

εκ πρώτης όψεως

expression (figurative (superficially)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On the face of it, he's a great candidate, but have you checked out his references yet?

ανοιχτό σάντουιτς

adjective (US (sandwich: no bread on top)

εξωτερική επιφάνεια

noun (exterior surface)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The outer face of the building was covered in marble.

ανέκφραστο πρόσωπο

noun (face: no expression)

ανέκφραστος

noun ([sb] who shows no emotion)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάνω γκριμάτσα

verbal expression (make a facial expression)

The little girl pulled a face when her mother told her they were having fish for dinner.

δείχνω θάρρος, επιδεικνύω θάρρος

verbal expression (informal (endure [sth])

Let's put on a brave face and get on with it.

παγωμένη έκφραση

noun (humorous, vulgar, informal (unsmiling expression)

Κλίνατε επί δεξιά!

interjection (military: turn to the right) (εντολή, στρατός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The sergeant yelled “Right face!” in my ear.

κάθετη επιφάνεια βράχου

noun (rock: exposed vertical surface)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περισώζω την αξιοπρέπειά μου

verbal expression (avoid humiliation)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

βγάλε το σκασμό

interjection (UK, impolite, slang (stop talking) (καθομ, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαστούκι

noun (literal (smack on the cheek) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσβολή, απόρριψη

noun (figurative (insult, rejection) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His refusal to accept my apology was a slap in the face.

χαμογελάκι, γελάκι

noun (typed emoticon) (πληροφορική: εμότικον)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's unprofessional to put smileys in work emails.
Δεν πρέπει να χρησιμοποιείς χαμογελάκια στα επαγγελματικά email. Δεν δείχνει επαγγελματική συμπεριφορά.

είμαι προφανής

verbal expression (informal, figurative (be obvious)

The answer was staring Tim in the face.

σοβαρό πρόσωπο

noun (unsmiling expression)

μπουκώνομαι

verbal expression (informal (eat greedily)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I stuffed my face at dinner and now my belly hurts.

χειρουργική μάσκα

noun (medicine: hygienic face covering)

πετάω στα μούτρα

verbal expression (figurative (charge with past misdeeds) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I wish you wouldn't throw that incident back in my face every time we have a row!

κατά πρόσωπο

adverb (informal (in person, directly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I don't mind telling you to your face that I think you're a fool.

αναστροφή

noun (Gallicism (turning around)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεταστροφή θέσης

noun (Gallicism (reversal in opinion or policy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του face στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του face

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.