Τι σημαίνει το hoje στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hoje στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hoje στο πορτογαλικά.

Η λέξη hoje στο πορτογαλικά σημαίνει σήμερα, σήμερα, σήμερα, σήμερα, σήμερα, σε αυτή την περίπτωση, σύγχρονος, σημερινός, σήμερα, τώρα, απόψε, για πάντα, στις μέρες μας, ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής, τη σήμερον ημέρα, στις μέρες μας, Ελεύθεροι!, οι εποχές, απόψε, Πιάσε κόκκινο!, απόψε, τώρα, σήμερα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hoje

σήμερα

advérbio (no dia em que estamos)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fomos à loja hoje.
Πήγαμε στα μαγαζιά σήμερα.

σήμερα

advérbio (no dia em que estamos)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hoje o dia está lindo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πρέπει να χαιρόμαστε το σήμερα, όχι μόνο να ονειρευόμαστε το αύριο.

σήμερα

advérbio (na atualidade)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hoje, você não vê muitas locomotivas a vapor.

σήμερα

substantivo masculino (a época atual)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hoje, essas roupas não são usadas, pois ficaram fora de moda.

σήμερα

(a época atual)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hoje, não escrevemos cartas, escrevemos e-mail.

σε αυτή την περίπτωση

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύγχρονος, σημερινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os médicos de hoje em dia se encolheriam frente a algumas das práticas médias medievais.

σήμερα, τώρα

locução adverbial (atualmente, estes dias)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hoje em dia, as casas são muito mais baratas que antes de 2008.
Σήμερα, τα σπίτια είναι πολύ πιο φθηνά από ότι πριν το 2008.

απόψε

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nosso voo parte esta noite, às 23:30.
Η πτήση μας αναχωρεί απόψε στις 11.30.

για πάντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στις μέρες μας

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ninguém tem dinheiro para ir no cinema hoje em dia.
Οι καιροί είναι δύσκολοι τη σήμερον ημέρα.

ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Até agora, não ouvi nada de novo sobre a situação. Até agora, não recebemos o seu pagamento.
Μέχρι στιγμής δεν έχω ακούσει κάτι καινούριο για την κατάσταση. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε λάβει την πληρωμή σας.

τη σήμερον ημέρα, στις μέρες μας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Κανένας δε γράφει γράμματα τη σήμερον ημέρα (or: στις μέρες μας). Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι η σκλαβιά είναι ακόμη αποδεκτή στις μέρες μας.

Ελεύθεροι!

interjeição (professor ao fim da aula)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

οι εποχές

(informal: o presente)

απόψε

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vamos sair para jantar hoje à noite.
Θα βγούμε για φαγητό απόψε.

Πιάσε κόκκινο!

(BRA: quando duas pessoas dizem o mesmo)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

απόψε

Mal posso esperar por hoje à noite; vou ao cinema assistir aquele filme novo.
Ανυπομονώ να έρθει το βράδυ. Θα πάω σινεμά να δω τη νέα ταινία.

τώρα, σήμερα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hoje em dia, ao contrário dos tempos passados, as crianças não obedecem seus pais.
Σήμερα, σε αντίθεση με παλιά, τα παιδιά δεν υπακούν τους γονείς τους.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hoje στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του hoje

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.