Τι σημαίνει το homepage στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης homepage στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του homepage στο Αγγλικά.

Η λέξη homepage στο Αγγλικά σημαίνει αρχική σελίδα, σπίτι, σπίτι, σπίτι, πατρίδα, τοποθεσία, έδρα, βάση, αρχική σελίδα, ίδρυμα, σπίτι, της πατρίδας, τέρμα, αρχική βάση, αρχική πλάκα, του σπιτιού, γηπεδούχος, εντός έδρας, επιστρέφω σπίτι, κατευθύνομαι προς τον στόχο, πλοηγούμαι, οδηγώ στην πατρίδα, στέλνω στην πατρίδα, κατευθύνω, κεντρική σελίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης homepage

αρχική σελίδα

noun (website's main page) (μτφ, διαδίκτυο)

The company hired a web designer to redo their homepage.

σπίτι

noun (house, apartment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They've just bought their first home.
Μόλις αγόρασαν το πρώτο τους σπίτι.

σπίτι

noun (household) (νοικοκυριό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His home is always noisy and happy.
Το σπιτικό του είναι πάντα χαρούμενο και γεμάτο θόρυβο.

σπίτι

noun (residence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They have a second home on the Mediterranean.
Έχουν ένα δεύτερο σπίτι στη Μεσόγειο.

πατρίδα

noun (uncountable (native place, homeland)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I missed home a lot when I was studying abroad.
Μου έλειψε πολύ η πατρίδα μου όταν σπούδαζα στο εξωτερικό.

τοποθεσία

noun (place where [sth] is found) (όπου βρίσκεται κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mars is home to the largest volcano in our solar system. Twickenham is the home of English rugby.
Ο Άρης είναι το μέρος με το μεγαλύτερο ηφαίστειο στο ηλιακό μας σύστημα.

έδρα, βάση

noun (headquarters, main office) (κέντρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Detroit is the home of the US's automobile industry.
Το Ντιτρόιτ είναι η έδρα (or: βάση) της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας.

αρχική σελίδα

noun (uncountable (website's main page)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
When you click on 'home', a new window pops up.
Όταν κάνεις κλικ στην αρχική σελίδα εμφανίζεται ένα νέο παράθυρο.

ίδρυμα

noun (institution, asylum)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She's living in an old peoples' home.
Μένει σε ένα ίδρυμα για ηλικιωμένους.

σπίτι

adverb (toward or to home) (προς το σπίτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Let's go home.
Πάμε σπίτι.

της πατρίδας

adjective (of one's country)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When we travel abroad, it's good to find a home newspaper from time to time.

τέρμα

noun (uncountable (games: destination)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I can make it to home with one more roll of the dice.

αρχική βάση, αρχική πλάκα

noun (uncountable (baseball: home plate)

He stole from third base to home.

του σπιτιού

noun as adjective (domestic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's really into home decorating right now.
Τώρα ασχολείται πολύ με τη διακόσμηση του σπιτιού.

γηπεδούχος

noun as adjective (sports: local)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The home team is going to win the game.

εντός έδρας

noun as adjective (sports: game played locally)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's a home game today.

επιστρέφω σπίτι

intransitive verb (go or return to home)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This pigeon always homes the quickest.

κατευθύνομαι προς τον στόχο

intransitive verb (military: go towards a target)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The missile homed on the heat radiation given off by the tank.

πλοηγούμαι

intransitive verb (navigate) (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We're homing in on our target.

οδηγώ στην πατρίδα, στέλνω στην πατρίδα

transitive verb (bring, send home) (τόπος καταγωγής)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He managed to home a pigeon all the way from France to England.

κατευθύνω

transitive verb (direct to a target)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The missile was homed to its target.

κεντρική σελίδα

noun (website's introductory page)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Click here to return to our home page.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του homepage στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του homepage

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.