Τι σημαίνει το hung στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hung στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hung στο Αγγλικά.

Η λέξη hung στο Αγγλικά σημαίνει κρεμάω, κρεμώ, κρεμάω, κρεμώ, εκθέτω, κρεμάω, κρεμώ, απλώνομαι, απαγχονίζω, απαγχονίζομαι, τρόπος που πέφτει, το πως πέφτει, κάθομαι, αιωρούμαι, έχω κτ στο κεφάλι μου, τιμωρούμαι για κτ, τοποθετώ, βάζω, σταυρώνω, περιμένω, -, κάνω παρέα με κπ, μέσω σε κτ, κρέμομαι, επιμένω, περιμένω, αναμένω στο ακουστικό μου, κρατάω, φυλάω, διατηρώ, κρεμιέμαι από, γαντζώνομαι από, κρέμομαι από κτ, κάθομαι, κάνω παρέα με κπ, έχω ειρμό/συνέπεια, στέκω, αλληλουποστηρίζομαι, κλείνω το τηλέφωνο, κρεμάω, παρεμποδίζω, καθυστερώ, το κλείνω σε κπ, ακούω/παρακολουθώ προσεκτικά, εξαρτώμαι από, παίρνω το κολάι, μπαίνω στο νόημα, ώπα, σταμάτα, πάψε, μισό λεπτό, κρέμομαι από μια κλωστή, κρέμομαι από μια κλωστή, αιωρόπτερο, αιωροπτεριστής, αιωροπτερισμός, είμαι αβέβαιος, κουράγιο, Να πάρει!, Που να πάρει!, αιωρούμαι, κρέμομαι, χαλαρώνω, ηρεμώ, κρέμομαι από τα χείλη κπ, εξαρτώμαι από, κρέμομαι από κτ/κπ για να κάνω κτ, μισό λεπτό, για μισό λεπτό, προεξέχω, χρόνος κατά τον οποίο η μπάλα μένει στον αέρα στο αμερικάνικο ποδόσφαιρο, χρόνος κατά τον οποίο παίκτης μένει στον αέρα μετά από άλμα για πάσα ή σουτ στο μπάσκετ, απλώνω κτ για να στεγνώσει, επιμένω, σκύβω το κεφάλι, κάνω αιωροπτερισμό, κόμπλεξ, εμπόδιο, στέκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hung

κρεμάω, κρεμώ

(suspend from a fixed point) (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's hang that plant from a hook in the ceiling.
Ας κρεμάσουμε εκείνο το φυτό από έναν γάντζο στο ταβάνι.

κρεμάω, κρεμώ

(fasten to wall, etc.) (κάτι, κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What do you think about hanging the mirror on that wall?
Τι θα έλεγες να κρεμάσουμε τον καθρέφτη σε αυτό τον τοίχο;

εκθέτω

transitive verb (painting: display)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The curators hung the Dalí paintings at the museum.
Ο έφοροι εξέθεσαν τους πίνακες του Νταλί στο μουσείο.

κρεμάω, κρεμώ

(adorn, decorate) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hang the Christmas tree with glass baubles.
Διακόσμησε το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τις γυάλινες μπάλες.

απλώνομαι

(hover, dangle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fog hung over the town all morning.
Η ομίχλη σκέπαζε την πόλη όλο το πρωί.

απαγχονίζω

transitive verb (execute by hanging)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In the nineteenth century, it was common to hang criminals.
Τον δέκατο ένατο αιώνα ήταν σύνηθες να κρεμάνε τους εγκληματίες.

απαγχονίζομαι

intransitive verb (die by hanging)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The thief will hang when they discover his crimes.

τρόπος που πέφτει, το πως πέφτει

noun (way [sth] hangs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I like the sheen of satin, but I prefer the hang of velvet.

κάθομαι

intransitive verb (slang (stay, wait)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We are just going to hang here till the band arrives.

αιωρούμαι

intransitive verb (hover, dangle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The thick smoke stayed in the air, just hanging, for at least a day after the fire.

έχω κτ στο κεφάλι μου

(figurative (cause worry)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't relax with these exams hanging over me.

τιμωρούμαι για κτ

(figurative, informal (pay a price, be punished)

If I damage my mum's car, I'll hang for it.

τοποθετώ

transitive verb (suspend with hinges) (πόρτα σε μεντεσέδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The carpenters hung the door on its hinges.

βάζω

(US, colloquial (attach) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government hung a tax provision on the housing bill.

σταυρώνω

(figurative, informal (punish) (μτφ: κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The opposition is going to hang that politician for his actions.

περιμένω

phrasal verb, intransitive (informal (wait, be kept waiting) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I hung around for 30 minutes but Steve didn't show up.

-

phrasal verb, intransitive (informal (loiter) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
It's annoying when youths hang around at the bus stop intimidating customers.
Είναι ενοχλητικό όταν οι νεαροί κάθονται στη στάση και τρομάζουν τους πελάτες.

κάνω παρέα με κπ

(informal (socialize with [sb]) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Since Harvey started hanging around with a group of older boys, he is always getting in trouble.

μέσω σε κτ

phrasal verb, intransitive (not step forward)

The goalkeeper had a tendency to hang back on his line instead of coming out for crosses.

κρέμομαι

phrasal verb, intransitive (droop, dangle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The Halloween decorations were hanging down from the ceiling.

επιμένω

phrasal verb, intransitive (slang (persevere, not be discouraged)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Even when he knew he would lose the race, he hung in and finished strongly.
Ακόμα κι όταν ήξερε ότι θα χάσει τον αγώνα, επέμεινε και τερμάτισε δυναμικά.

περιμένω

phrasal verb, intransitive (informal (wait for a moment)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hang on please and I'll be with you in a couple of minutes.
Περίμενε σε παρακαλώ, θα είμαι κοντά σου σε δυο λεπτά.

αναμένω στο ακουστικό μου

phrasal verb, intransitive (US, informal (telephone: hold)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hang on please, I'm just putting you through.
Αναμείνατε στο ακουστικό σας, σας συνδέω αμέσως.

κρατάω, φυλάω, διατηρώ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (retain, keep) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
These old books are worthless, but I hang on to them because they remind me of my childhood.

κρεμιέμαι από, γαντζώνομαι από

phrasal verb, transitive, inseparable (cling to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The slope was so steep and slippery that I had to hang on to a tree to avoid falling.

κρέμομαι από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (attend very closely to) (μεταφορικά: χείλη, λόγια)

κάθομαι

phrasal verb, intransitive (slang (spend time idly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Why don't you come over to my house and hang out for a while?
Γιατί δεν έρχεσαι απ' το σπίτι μου ν' αράξουμε λίγο;

κάνω παρέα με κπ

(slang (be with: friends)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Since he got a girlfriend he's stopped hanging out with his friends.
Από τη στιγμή που βρήκε κοπέλα σταμάτησε να κάνει παρέα με τους φίλους του.

έχω ειρμό/συνέπεια, στέκω

phrasal verb, intransitive (figurative (be consistent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
These two paragraphs don't hang together; I can't see how they are related.

αλληλουποστηρίζομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (support one another)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As a society we must all hang together if we wish to achieve our aims.
Ως κοινωνία, πρέπει να αλληλοϋποστηριζόμαστε εάν θέλουμε να πετύχουμε τους στόχους μας.

κλείνω το τηλέφωνο

phrasal verb, intransitive (replace phone receiver)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is very rude to hang up in the middle of a telephone conversation.
Είναι πολύ αγενές να κλείνεις το τηλέφωνο στη μέση μιας συνομιλίας.

κρεμάω

phrasal verb, transitive, separable (suspend from a high place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children hung up their coats at the back of the classroom.

παρεμποδίζω, καθυστερώ

phrasal verb, transitive, separable (informal, US (delay, impede) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The car accident near the highway off-ramp hung up traffic for several hours.
Το αυτοκινητιστικό ατύχημα κοντά στον αυτοκινητόδρομο παρεμπόδισε την κυκλοφορία για αρκετές ώρες.

το κλείνω σε κπ

(end phone call)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακούω/παρακολουθώ προσεκτικά

phrasal verb, transitive, inseparable (attend very closely to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Now that was interesting! I hung upon his every word.

εξαρτώμαι από

phrasal verb, transitive, inseparable (depend on)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Success or failure hangs upon this one small detail.

παίρνω το κολάι

verbal expression (informal (learn to do) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I took her ice-skating for the first time, and she got the hang of it right away.
Την πήγα πρώτη φορά για πατινάζ και πήρε αμέσως το κολάι.

μπαίνω στο νόημα

verbal expression (informal (understand) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
At first the movie made no sense to me, but after a while I got the hang of it.
Στην αρχή η ταινία μου φαινόταν παράλογη, μα μετά από λίγο μπήκα στο νόημα.

ώπα, σταμάτα, πάψε, μισό λεπτό

interjection (UK, slang (stop, wait a moment) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hang about, do you mean to say you knew about that the whole time and just didn't tell me?!

κρέμομαι από μια κλωστή

verbal expression (dangle) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Emergency Room doctor told me that my fingertip was hanging by a thread.

κρέμομαι από μια κλωστή

verbal expression (figurative (be precarious) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sam's life hung by a thread as he struggled to come out of a coma.

αιωρόπτερο

noun (apparatus for free flying)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His hang glider got blown off course and he ended up landing in a tree.

αιωροπτεριστής

noun (person who hang-glides)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αιωροπτερισμός

noun (flying kite-like aircraft)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Andrew goes hang gliding every weekend.

είμαι αβέβαιος

verbal expression (figurative (be precarious)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Australia's political future hung in the balance after no clear winner emerged in Saturday's election.

κουράγιο

interjection (informal (do not be discouraged)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hang in there, John, you've almost made it!
Κουράγιο Τζον, κοντεύεις!

Να πάρει!, Που να πάρει!

interjection (used to express irritation)

αιωρούμαι, κρέμομαι

verbal expression (be detached, dangle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Water was pouring from the roof because part of the gutter was hanging loose.

χαλαρώνω, ηρεμώ

verbal expression (slang, figurative (relax, be relaxed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hang loose, man - I'll be back in a minute.

κρέμομαι από τα χείλη κπ

(figurative (attend closely) (για τον ομιλητή, όχι τα λεγόμενα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The speech was so interesting that the audience was hanging on every word. She idolises him, and hangs on his every word.
Η ομιλία ήταν τόσο ενδιαφέρουσα που το ακροατήριο κρεμόταν απ' τα χείλη του ομιλητή. Τον θεοποιεί και κρέμεται απ' τα χείλη του.

εξαρτώμαι από

(depend)

I don't know if we will be able to fly today, it all hangs on the weather.
Δεν ξέρω αν θα είμαστε σε θέση να πετάξουμε σήμερα, όλα εξαρτώνται απ' τον καιρό.

κρέμομαι από κτ/κπ για να κάνω κτ

(depend) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μισό λεπτό, για μισό λεπτό

interjection (informal (stop, wait) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hang on! Are you trying to make a monkey out of me?

προεξέχω

(dangle, protrude)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cat's tongue was hanging out.
Η γλώσσα της γάτας κρέμονταν.

χρόνος κατά τον οποίο η μπάλα μένει στον αέρα στο αμερικάνικο ποδόσφαιρο

noun (American football)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χρόνος κατά τον οποίο παίκτης μένει στον αέρα μετά από άλμα για πάσα ή σουτ στο μπάσκετ

noun (basketball)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

απλώνω κτ για να στεγνώσει

verbal expression (suspend [sth] wet until it dries)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll hang my towel to dry in the sun.

επιμένω

verbal expression (slang (not quit)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκύβω το κεφάλι

verbal expression (in shame) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The defendant hung his head as the judge pronounced his sentence.

κάνω αιωροπτερισμό

intransitive verb (sport: fly kite-like aircraft)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόμπλεξ

noun (informal (psychological complex)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I've got a hang-up about the size of my hips.

εμπόδιο

noun (US, informal (impediment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We've run into a bit of a hang-up and need more time to finish.

στέκι

noun (informal (frequented place)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The club has become a hangout for students after school.
Η λέσχη έχει γίνει στέκι για τους μαθητές μετά το σχολείο.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hung στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hung

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.