Τι σημαίνει το hurt στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hurt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hurt στο Αγγλικά.

Η λέξη hurt στο Αγγλικά σημαίνει πονάω, τραυματίζομαι σε κτ, πονάω, τραυματισμένος, πληγώνω, πονάω, πονώ, πληγωμένος, πόνος, κακό, πονάω, πονώ, πόνος, τραυματισμός, πονάω, πονώ, βλάπτω, τραυματίζομαι, χτυπάω, -, χτυπάω, κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hurt

πονάω

intransitive verb (be painful)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His leg hurt for two days.
Το πόδι του πονούσε για δυο μέρες.

τραυματίζομαι σε κτ

transitive verb (injure a body part)

He hurt his leg and had to leave the game.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λαβώθηκε βαριά στο χέρι, αλλά συνέχισε τον αγώνα.

πονάω

transitive verb (injure [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let go of my arm - you're hurting me!
Άφησε το χέρι μου, με πονάς!

τραυματισμένος

adjective (injured)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The hurt player had to leave the game.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο λαβωμένος ήρωας ξεψύχησε μετά τη μάχη.

πληγώνω, πονάω, πονώ

transitive verb (emotionally) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stop saying that; you're hurting me!
Σταμάτα να το λες αυτό, με πληγώνεις!

πληγωμένος

adjective (emotionally) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The hurt child burst into tears.
Το πληγωμένο παιδί ξέσπασε σε κλάματα.

πόνος

noun (anguish)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The hurt in his eyes said it all.
Ο πόνος στα μάτια του μαρτυρούσε τα πάντα.

κακό

noun (figurative (wrong)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hurt done to the innocent can never be righted.
Το κακό που γίνεται στους αθώους δεν μπορεί με τίποτα να αντισταθμιστεί.

πονάω, πονώ

transitive verb (be upsetting) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It hurts me to see you this unhappy.
Με πονάει να σε βλέπω τόσο δυστυχισμένο.

πόνος

noun (dated (pain)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The hurt just won't go away. I'm going to take some aspirin.

τραυματισμός

noun (dated (injury)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The tennis player's hurt to the knee was serious.

πονάω, πονώ

intransitive verb (suffer pain)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He was hurting for two days after the accident.

βλάπτω

transitive verb (informal, figurative (damage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The scandal hurt the politician's chances of re-election.

τραυματίζομαι, χτυπάω

(informal (be injured)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It was a minor accident and no-one got hurt.

-

plural noun (emotion: let-down, resentment) (Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He's so sensitive, he often has hurt feelings.
Είναι τόσο ευαίσθητος που συχνά πληγώνονται τα αισθήματά του.

χτυπάω

transitive verb and reflexive pronoun (suffer accidental injury)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't hurt yourself on the trampoline!

κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου

transitive verb and reflexive pronoun (inflict self-harm)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You hurt yourself by smoking.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hurt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hurt

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.