Τι σημαίνει το motion στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης motion στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του motion στο Αγγλικά.

Η λέξη motion στο Αγγλικά σημαίνει κίνηση, κίνηση, κινητικότητα, κάνω κίνηση, γνέφω, κάνω νόημα σε κπ να κάνει κτ, αίτηση, κίνηση, κινούμενο μέρος, κένωση, κένωση, κίνηση Μπράουν, στηρίζω μια πρόταση, κατάβαση,πτώση, εν κινήσει, εν δράσει, σε αργή κίνηση, κάνω νόημα, κάνω νεύμα, κάνω μια πρόταση, ταινία, κινηματογραφία, αισθητήρας κίνησης, ναυτία, κινηματογραφική μηχανή λήψης, κινηματογραφική ταινία, αέναη, αδιάκοπη, ασταμάτητη κίνηση, θέτω σε κίνηση, βάζω σε λειτουργία, περιστροφική κίνηση, κινώ, αργή κίνηση, αργή κίνηση, σε αργή κίνηση, τεχνική καρέ-καρέ, που χρησιμοποιεί τεχνική καρέ-καρέ, πάγωμα εικόνας, ανοδική κίνηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης motion

κίνηση

noun (movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The motion of the machine was steady and smooth.
Η κίνηση του μηχανήματος ήταν σταθερή και ομαλή.

κίνηση, κινητικότητα

noun (uncountable (facility of movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The handcuffs restricted the prisoner's motion.
Οι χειροπέδες περιόριζαν την κίνηση του φυλακισμένου.

κάνω κίνηση

intransitive verb (gesture)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Adam didn't say anything, he just motioned.

γνέφω

(gesture)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ben motioned to the door.
Ο Μπεν έδειξε προς τη μεριά της πόρτας.

κάνω νόημα σε κπ να κάνει κτ

verbal expression (encourage by gesture)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
With a nod of his head, the boss motioned Frances to continue with her explanation.

αίτηση

noun (petition, legal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lawyer filed a motion.
Ο δικηγόρος κατέθεσε μια αίτηση.

κίνηση

noun (gait)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan walked with awkward motions because of his injury.

κινούμενο μέρος

noun (moving part)

The machine had four motions.

κένωση

noun (excrement) (επίσημο: του εντέρου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Susan flushed the motion down the toilet.

κένωση

noun (voiding bowels) (επίσημο: του εντέρου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Larry had a motion earlier this morning.

κίνηση Μπράουν

noun (physics: particle movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στηρίζω μια πρόταση

verbal expression (support a proposal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατάβαση,πτώση

noun (movement downhill, falling motion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εν κινήσει

adjective (moving)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Never open the door while the car is in motion.

εν δράσει

adjective (active, underway)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Plans are in motion to address the financial crisis.

σε αργή κίνηση

adverb (at slowed-down speed)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He replayed the video in slow motion. We watched it again in slow motion to see when exactly the player was fouled.

κάνω νόημα, κάνω νεύμα

verbal expression (gesture, move)

The old man made a motion to the children to come closer.

κάνω μια πρόταση

verbal expression (at meeting: propose [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She made a motion to adjourn the meeting.

ταινία

noun (formal, US (movie, film)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κινηματογραφία

plural noun (US (art or business of movies)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αισθητήρας κίνησης

noun (device that detects movement) (συσκευή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The motion sensor turns on the lights automatically whenever someone enters the room.

ναυτία

noun (dizziness from movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κινηματογραφική μηχανή λήψης

noun (movie camera)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κινηματογραφική ταινία

noun (film used in a movie camera)

αέναη, αδιάκοπη, ασταμάτητη κίνηση

noun (continual movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Very few objects can remain in perpetual motion.

θέτω σε κίνηση, βάζω σε λειτουργία

transitive verb (initiate, set off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Just say the word and the plan will be put in motion.

περιστροφική κίνηση

noun (spinning, turning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rotational motion of the Earth causes what we call "night" and "day.".

κινώ

verbal expression (prompt, cause to begin) (μεταφορικά, επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They have set in motion the official procedures for emigrating to Canada.
Έχουν προβεί στις επίσημες διαδικασίες που απαιτούνται για τη μετανάστευσή τους στον Καναδά.

αργή κίνηση

noun (cinema: slower than in reality)

The filmmaker used slow motion to show the beauty in everyday movement.

αργή κίνηση

noun (informal, abbreviation (slow motion)

σε αργή κίνηση

noun as adjective (at slowed-down speed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεχνική καρέ-καρέ

noun (freeze-frame: animation technique)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που χρησιμοποιεί τεχνική καρέ-καρέ

adjective (animation technique: freeze-frame)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάγωμα εικόνας

noun (cinema: special effect technique)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανοδική κίνηση

noun (rising movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του motion στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του motion

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.