Τι σημαίνει το included στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης included στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του included στο Αγγλικά.

Η λέξη included στο Αγγλικά σημαίνει συμπεριλαμβανόμενος, που έχει συνυπολογιστεί, που έχει ληφθεί υπόψη, συμμετέχων, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, κάνω παρέα, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, επισυνάπτω, που περιλαμβάνεται, που περιλαμβάνεται, περιλαμβανομένων όλων των φόρων, περιλαμβανομένων όλων των φόρων, συμπεριλαμβανόμενος σε κτ, εμπλεκόμενος σε κτ, που δεν συμπεριλαμβάνεται, αποκλεισμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης included

συμπεριλαμβανόμενος

adjective (paid for)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The price is £29.99, postage and packing included.

που έχει συνυπολογιστεί, που έχει ληφθεί υπόψη

adjective (accounted for)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In some countries, South Africa included, they drive on the left-hand side.

συμμετέχων

adjective (involved, participating)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

περιλαμβάνω

transitive verb (contain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Does the silverware set include teaspoons?
Το σετ με τα ασημικά περιλαμβάνει και κουταλάκια του γλυκού;

συμπεριλαμβάνω

transitive verb (have as component)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Does this price include parking?
Αυτή η τιμή συμπεριλαμβάνει και το πάρκινγκ;

κάνω παρέα

transitive verb (have as participant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the boys play together, they never include their sister.
Όταν βρίσκονται μαζί τα αγόρια, δεν παίζουν ποτέ την αδερφή τους.

περιλαμβάνω

(have as participant in) (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They were not included in the guest list.
Δεν ήταν στη λίστα των καλεσμένων.

συμπεριλαμβάνω

transitive verb (categorize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If I were listing my top ten singers, I wouldn't include her.
Εάν έκανα μια λίστα με τους δέκα αγαπημένους μου τραγουδιστές δεν θα την συμπεριλάμβανα.

συμπεριλαμβάνω

(categorize) (κπ/κτ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's include this book in the reference section.
Ας συμπεριλάβουμε αυτό το βιβλίο στις πηγές.

επισυνάπτω

transitive verb (attach: a document) (παραθέτω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When you apply for a job, don't forget to include your CV.
Μην ξεχάσεις πως η αίτηση για δουλειά πρέπει να περιλαμβάνει και το βιογραφικό σου.

που περιλαμβάνεται

adjective (paid for)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Flights are all included in the price of the holiday.

που περιλαμβάνεται

adjective (accounted for)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Make sure the figures are all included in your calculations.

περιλαμβανομένων όλων των φόρων

adjective (no additional tax)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιλαμβανομένων όλων των φόρων

adjective (price: includes tax)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμπεριλαμβανόμενος σε κτ

(be encompassed by [sth])

εμπλεκόμενος σε κτ

(involved, participating)

που δεν συμπεριλαμβάνεται, αποκλεισμένος

adjective (excluded)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The price is for accommodation only, meals are not included.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του included στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του included

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.