Τι σημαίνει το including στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης including στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του including στο Αγγλικά.

Η λέξη including στο Αγγλικά σημαίνει συμπεριλαμβανομένου, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, κάνω παρέα, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, επισυνάπτω, περιλαμβάνει χωρίς περιορισμούς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης including

συμπεριλαμβανομένου

preposition (not excepting) (σε γενική)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
We are all going to the shop, including the children.
Στο μαγαζί θα πάμε όλοι, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών.

περιλαμβάνω

transitive verb (contain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Does the silverware set include teaspoons?
Το σετ με τα ασημικά περιλαμβάνει και κουταλάκια του γλυκού;

συμπεριλαμβάνω

transitive verb (have as component)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Does this price include parking?
Αυτή η τιμή συμπεριλαμβάνει και το πάρκινγκ;

κάνω παρέα

transitive verb (have as participant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the boys play together, they never include their sister.
Όταν βρίσκονται μαζί τα αγόρια, δεν παίζουν ποτέ την αδερφή τους.

περιλαμβάνω

(have as participant in) (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They were not included in the guest list.
Δεν ήταν στη λίστα των καλεσμένων.

συμπεριλαμβάνω

transitive verb (categorize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If I were listing my top ten singers, I wouldn't include her.
Εάν έκανα μια λίστα με τους δέκα αγαπημένους μου τραγουδιστές δεν θα την συμπεριλάμβανα.

συμπεριλαμβάνω

(categorize) (κπ/κτ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's include this book in the reference section.
Ας συμπεριλάβουμε αυτό το βιβλίο στις πηγές.

επισυνάπτω

transitive verb (attach: a document) (παραθέτω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When you apply for a job, don't forget to include your CV.
Μην ξεχάσεις πως η αίτηση για δουλειά πρέπει να περιλαμβάνει και το βιογραφικό σου.

περιλαμβάνει χωρίς περιορισμούς

expression (law: including said thing and maybe more)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του including στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του including

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.