Τι σημαίνει το income στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης income στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του income στο Αγγλικά.

Η λέξη income στο Αγγλικά σημαίνει εισόδημα, καθαρό εισόδημα, ακαθάριστο εισόδημα, έσοδο, έσοδο, προεισπραγμένα έσοδα, διαθέσιμο εισόδημα, διαθέσιμο εισόδημα, εισόδημα από δεδουλευμένη εργασία, εκτιμώμενο εισόδημα, σταθερό εισόδημα, ακαθάριστο εισόδημα, ελάχιστο ετήσιο εισόδημα, υψηλό εισόδημα, με υψηλό εισόδημα, οικογενειακό εισόδημα, υπολογισμός εσόδων, εισοδηματική τάξη, ειδοδηματική ανισότητα, προστασία εισοδήματος, κατά κεφαλήν εισόδημα, κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσης, επίδομα, φόρος εισοδήματος, ανεπαρκές εισόδημα, χαμηλού εισοδήματος, μέσου εισοδήματος, καθαρό εισόδημα, οργανικά έσοδα, εισοδηματικό όριο φτώχειας, εισόδημα που πληροί τις προϋποθέσεις, εισόδημα από ενοίκια, εξαψήφιο εισόδημα, εξαψήφιο εισόδημα, πηγή εισοδήματος, φορολογητέο εισόδημα, εισόδημα από επενδύσεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης income

εισόδημα

noun (personal earnings)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He has a very high annual income.
Έχει πολύ υψηλό ετήσιο εισόδημα.

καθαρό εισόδημα

noun (profit)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
We had $3000 income after expenses.
Είχαμε 3.000 δολάρια κέρδος αν αφαιρέσουμε τα έξοδα.

ακαθάριστο εισόδημα

noun (gross receipts)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The business had a substantial income, but when they subtracted their costs, their profit was not very impressive.
Η επιχείρηση είχε μεγάλο ακαθάριστο εισόδημα, αλλά αφού αφαίρεσαν τα έξοδα, το κέρδος δεν ήταν εντυπωσιακό.

έσοδο

noun (investment earnings)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The income from the investment was substantial.

έσοδο

noun (interest earnings)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This investment will provide you with a 4% income.

προεισπραγμένα έσοδα

noun (accounting: advance payments)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαθέσιμο εισόδημα

noun (money for luxuries)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I spend quite a lot of my discretionary income on music and books.

διαθέσιμο εισόδημα

noun (money available for luxuries)

Disposable income is what you have left after you have paid for all the essentials like rent, bills, and food.

εισόδημα από δεδουλευμένη εργασία

noun (money earned from work)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Earned income does not include interest or investment income. His bills were much greater than his earned income could pay.
Το εισόδημα από δεδουλευμένη εργασία δεν περιλαμβάνει τόκους ή εισόδημα από επενδύσεις.

εκτιμώμενο εισόδημα

noun (approximate earnings)

I'm budgeting next year's taxes based on estimated income.

σταθερό εισόδημα

adjective (with a set rate)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The fixed-income housing was rent controlled at a low price.

ακαθάριστο εισόδημα

noun (earnings before tax)

On the application, do you want me to put down my gross income per month or how much I get after they take out taxes?

ελάχιστο ετήσιο εισόδημα

noun (assured wage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I prefer the guaranteed income of a salary to the insecurity of contract consulting.

υψηλό εισόδημα

noun (large earnings)

You need a high income in order to live in central London.

με υψηλό εισόδημα

noun as adjective (with a higher than average income)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
High-income taxpayers no longer receive child benefit.

οικογενειακό εισόδημα

noun (total earnings of a family)

household income is used to assess eligibility for student loans.

υπολογισμός εσόδων

noun (calculation of profits)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εισοδηματική τάξη

noun (earnings range)

ειδοδηματική ανισότητα

noun (disparity of earnings)

προστασία εισοδήματος

noun (subsistence policies)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κατά κεφαλήν εισόδημα

noun (earnings per person)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Norway has the highest income per capita in the world.

κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσης

noun (report of earnings)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίδομα

noun (welfare payment to low earners)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φόρος εισοδήματος

noun (revenue paid on earnings)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The amount of income tax I have to pay seems to increase every year.
Ο φόρος εισοδήματος που πρέπει να πληρώνω, μοιάζει να αυξάνεται κάθε χρόνο.

ανεπαρκές εισόδημα

noun (low earnings)

χαμηλού εισοδήματος

adjective (of or on low earnings)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
This apartment complex is geared to low-income families.

μέσου εισοδήματος

adjective (middle-class)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

καθαρό εισόδημα

noun (earnings after tax)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company's net income is quite low in comparison to last year.

οργανικά έσοδα

noun (actual earnings before tax)

εισοδηματικό όριο φτώχειας

noun (income level legally qualifying as poor)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εισόδημα που πληροί τις προϋποθέσεις

noun (earnings level making [sb] eligible for benefits)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εισόδημα από ενοίκια

noun (earnings from property that is rented out)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εξαψήφιο εισόδημα

noun (UK (earnings of thousands of pounds a year)

I'll be earning a six-figure income in my new job.
Το εισόδημά μου θα είναι εξαψήφιο στην καινούρια μου δουλειά.

εξαψήφιο εισόδημα

noun (US (earnings of hundreds of thousands of dollars a year)

πηγή εισοδήματος

noun (where income comes from)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φορολογητέο εισόδημα

noun (earnings on which tax must be paid)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My taxable income last year was just over £21,000.

εισόδημα από επενδύσεις

noun (money gained by means other than work)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In addition to his salary, he also has unearned income such as interest on his savings account.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του income στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του income

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.