Τι σημαίνει το inclined στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης inclined στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του inclined στο Αγγλικά.

Η λέξη inclined στο Αγγλικά σημαίνει ενδιαφέρομαι, έχω την τάση, έχω την τάση να, έχω μια ροπή προς κτ, που γέρνει, που κλίνει, που έχει κλίση, επικλινής, κλίση, κλίνω, κάνω κπ να κάνει κτ, κυρτή επιφάνεια, επιφάνεια υπό κλίση, έχω την τάση να πιστεύω κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης inclined

ενδιαφέρομαι

adjective (person: willing, disposed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Feel free to contact me, if you are so inclined.
Μη διστάσεις να επικοινωνήσεις μαζί μου αν ενδιαφέρεσαι τόσο.

έχω την τάση

verbal expression (person: be willing, disposed to do) (να κάνει κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He thinks she is dangerous and I'm inclined to agree with him.
Τη θεωρεί επικίνδυνη και τείνω να συμφωνήσω μαζί του.

έχω την τάση να

verbal expression (person: tend to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't believe everything my sister tells you. She is inclined to exaggerate.

έχω μια ροπή προς κτ

verbal expression (person: tending to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He is inclined to skepticism where ghosts are concerned.

που γέρνει, που κλίνει, που έχει κλίση

adjective ([sth]: leaning)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boards are inclined slightly so they won't fall over.

επικλινής

adjective (surface: sloping)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Inclined roofs are better than flat ones in wet climates.
Οι κεκλιμένες στέγες είναι καλύτερες από τις επίπεδες στα υγρά κλίματα.

κλίση

noun (slope)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's a really steep incline towards the bottom of the hill.
Υπάρχει μια εξαιρετικά απότομη κλίση στο κάτω μέρος του λόφου.

κλίνω

intransitive verb (lean, slant)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It looks to me like that wall's inclining a bit to the left.
Μου φαίνεται ότι αυτός ο τοίχος κλίνει (or: γέρνει) λίγο προς τα αριστερά.

κάνω κπ να κάνει κτ

verbal expression (figurative (dispose, influence) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The unexpected cheque inclined me to be a little extravagant.

κυρτή επιφάνεια, επιφάνεια υπό κλίση

noun (sloping or tilted surface)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When painting with water-colours, keep the paper on an inclined plane so the water can run downwards.

έχω την τάση να πιστεύω κπ/κτ

expression (tending to trust: [sb]) (μόνιμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janice was inclined to believe Bill's version of the events.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του inclined στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του inclined

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.