Τι σημαίνει το ropa στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ropa στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ropa στο ισπανικά.

Η λέξη ropa στο ισπανικά σημαίνει ένδυμα, φόρεμα, ντύσιμο, σύνολο, συνολάκι, ντύσιμο, ενδυμασία, υφάσματα, ρούχα, τμήμα, ρούχα από το καθαριστήριο, ρούχα, ρούχα, ένδυμα, ρούχο, ρούχα, ρούχα, γυμνός, γυμνός, ντυμένος, σεντόνια, μαγαζί με αντρικά ρούχα, μεσοφόρι, σχολική ποδιά, λευκά είδη, κομπινεζόν, γδύνομαι, ξεντύνομαι, ξεντύνομαι, γδύνω, γυμνώνω, πρόστυχα, μπουγάδα, γδύνω, ρούχα μάχης, εσώρουχα, ελαφρά ντυμένος, άπλυτα, λευκά είδη, εσώρουχο, εσώρουχο, αντρικά ρούχα, αθλητικά είδη, πανωφόρι, ρούχα παραλίας, καθημερινό ντύσιμο, ρούχα κοινού πολίτη, ρούχα ύπνου, ατημέλητη εμφάνιση, ατημελησία, εσώρουχα, απλό ντύσιμο, καθημερινό ντύσιμο, ανεπίσημο ντύσιμο, ρούχο από δεύτερο χέρι, σεντόνια, σκεπάσματα, παιδικά ρούχα, καλάθι για άπλυτα, μαγαζί με ρούχα, κατάστημα ρούχων, υφασματάδικο, υφασματοπωλείο, γυναικεία ενδύματα, ανδρικά ενδύματα, μεταχειρισμένα ρούχα, ρούχα από δεύτερο χέρι, γυναικεία ρούχα, τζιν ρούχα, επώνυμη μάρκα, άπλυτα, ποδοσφαιρικά ρούχα, επίσημο ένδυμα, εργοστάσιο ενδυμάτων, εσώρουχα, καλάθι για τα άπλυτα, ατομικός προστατευτικός εξοπλισμός, ατομικός εξοπλισμός προστασίας, ρούχα για το χιόνι, στυλ ντυσίματος, μεταχειρισμένα ρούχα, vintage ρούχα, συρμάτινη κρεμάστρα, τα καλά μου, ρούχα της δουλειάς, ρούχα εργασίας, καθημερινό ντύσιμο, καθημερινό σύνολο, ντουλάπι στεγνώματος, οίκος μόδας, layering, άντρας που ανήκει στην εργατική τάξη, καλάθι απλύτων, εσώρουχα, στρωσίδια, πολιτικά, εσώρουχα, ρούχα από δεύτερο χέρι, αθλητικά ρούχα, πολιτικά ρούχα, καλά ρούχα, υφάσματα, λευκά είδη, είδη νεωτερισμών, επώνυμα ρούχα, αθλητικά ρούχα, vintage ρούχα, μαύρα, επίσημα ρούχα, ρούχα εργασίας, ντύνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ropa

ένδυμα, φόρεμα, ντύσιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La gente lleva ropa tanto para abrigarse como de adorno.
Οι άνθρωποι φοράνε ενδύματα για ζεστασιά και για καλλωπισμό.

σύνολο, συνολάκι, ντύσιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rachel está comprando ropa nueva para sus vacaciones.
Η Ρέιτσελ θα αγοράσει ένα καινούριο συνολάκι για τις διακοπές της.

ενδυμασία

(σύνολο ρούχων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Qué tipo de ropa se necesita para el invierno en Budapest?
Τι είδους ρούχα χρειάζεσαι για τον χειμώνα στη Βουδαπέστη;

υφάσματα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
En los últimos años, los supermercados han expandido su negocio para ofrecer también ropa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μπορούμε να αγοράσουμε υφάσματα και από τη λαϊκή πλέον.

ρούχα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Su ropa quedó húmeda después de que la sorprendiera la tormenta.

τμήμα

(informal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eso lo encontrará en ropa de niño, en la tercera planta.
Θα το βρείτε στο τμήμα παιδικών ρούχων στον τρίτο όροφο.

ρούχα από το καθαριστήριο

nombre femenino (que se llevó a la lavandería) (καθαρά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por favor, recoge la ropa de la lavandería de camino a casa.

ρούχα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Hoy compramos ropa nueva en la liquidación de temporada.

ρούχα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
¡Oye! Cuidado con mi ropa. ¡Es nueva!

ένδυμα

nombre femenino (λόγιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρούχο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La tienda borda logos y diseños en todo tipo de vestidos.
Το μαγαζί διακοσμεί κάθε είδος ρούχων με λογότυπα και σχέδια.

ρούχα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Su atuendo no era el apropiado para la ópera.

ρούχα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Necesitas usar vestimenta cómoda para hacer yoga.

γυμνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γυμνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ντυμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un oficial de policía encontró el cuerpo vestido del hombre muerto en una zanja.

σεντόνια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Las habitaciones están equipadas con un colchón blando y con sábanas limpias.

μαγαζί με αντρικά ρούχα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La sastrería vendía todo tipo de ropa.

μεσοφόρι

(ropa interior femenina)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σχολική ποδιά

(ES)

λευκά είδη

κομπινεζόν

(ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γδύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los nadadores pueden desvestirse en el cobertizo junto a la piscina.
Οι κολυμβητές μπορούν να γδύνονται στο υπόστεγο που βρίσκεται δίπλα στην πισίνα.

ξεντύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El doctor le pidió al paciente que se desvistiera antes del examen.

ξεντύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γδύνω, γυμνώνω

(ropa) (από ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Le puedo quitar la chamarra?

πρόστυχα

(με λίγα ρούχα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las adolescentes iban insuficientemente vestidas y con mucho maquillaje.

μπουγάδα

(España) (το πλύσιμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los domingos hago la colada.
Τις Κυριακές βάζω πλυντήριο.

γδύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ya estaba dormida cuando la desvestí y la metí en la cama.
Είχε ήδη αποκοιμηθεί όταν την έγδυσα και την έβαλα στο κρεβάτι της.

ρούχα μάχης

(militar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los soldados eran responsables de asegurarse de que sus uniformes estuvieran limpios y prolijos.

εσώρουχα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ελαφρά ντυμένος

άπλυτα

nombre femenino (ρούχα για πλύσιμο)

Pon la ropa sucia en el cesto.
Βάλε τα άπλυτά σου σου στο καλάθι.

λευκά είδη

Tom cambió la ropa blanca de su cama.
Ο Τομ άλλαξε τα σεντόνια στο κρεββάτι του.

εσώρουχο

locución nominal femenina (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tim se vistió, poniéndose primero la ropa interior y luego unos vaqueros y una camiseta.
Ο Τιμ ντύθηκε φορώντας το εσώρουχό του και μετά το τζιν και το μπλουζάκι του.

εσώρουχο

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντρικά ρούχα

locución nominal femenina

El departamento de ropa para hombres está en el segundo piso.
Το τμήμα με τα αντρικά ρούχα βρίσκεται στον δεύτερο όροφο του καταστήματος.

αθλητικά είδη

Me gusta usar ropa de deporte todo el día así puedo salir a trotar cuando quiera.

πανωφόρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρούχα παραλίας

καθημερινό ντύσιμο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρούχα κοινού πολίτη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρούχα ύπνου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ατημέλητη εμφάνιση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ατημελησία

(κατάσταση: απεριποίητη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εσώρουχα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Guardó su ropa interior limpia.
Τακτοποίησε τα καθαρά του εσώρουχα.

απλό ντύσιμο, καθημερινό ντύσιμο, ανεπίσημο ντύσιμο

En muchas industrias, la ropa informal es la nueva norma.

ρούχο από δεύτερο χέρι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bill se acostumbró a usar la ropa usada de su hermano.

σεντόνια, σκεπάσματα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Parte de su trabajo era poner la ropa de cama sucia en la lavadora.

παιδικά ρούχα

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

καλάθι για άπλυτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαγαζί με ρούχα, κατάστημα ρούχων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El centro comercial tiene una tienda de ropa que vende todos los estilos que me gustan.
Το νέο εμπορικό κέντρο έχει ένα μαγαζί ρούχων με όλα τα στιλ που μου αρέσουν.

υφασματάδικο, υφασματοπωλείο

locución nominal femenina plural

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No vas a encontrar ni alimentos ni herramientas en una tienda de ropa y complementos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο πατέρας του είχε για πολλά χρόνια το καλύτερο υφασματάδικο της πόλης.

γυναικεία ενδύματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estoy buscando un negocio de ropa de mujer porque necesito un nuevo vestido.

ανδρικά ενδύματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Este negocio se especializa en ropa y zapatos de hombre.

μεταχειρισμένα ρούχα, ρούχα από δεύτερο χέρι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυναικεία ρούχα

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Nunca compro nada en la sección de ropa de señora, no me gusta.

τζιν ρούχα

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La mezclilla comenzó a popularizarse en los años 80 cuando los diseñadores la incorporaron a sus colecciones.
Τα τζιν ρούχα ήταν πολύ δημοφιλή κατά τη δεκαετία του '80.

επώνυμη μάρκα

nombre femenino

Me compro siempre ropa de buena calidad pero no de marca.

άπλυτα

locución nominal femenina

Pon tu ropa para lavar en la lavadora.

ποδοσφαιρικά ρούχα

επίσημο ένδυμα

nombre femenino

Tuve que comprarme un vestido nuevo, porque todos van a ir al evento con ropa formal.

εργοστάσιο ενδυμάτων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
¿Tú trabajas en la nueva fábrica de ropa?

εσώρουχα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

καλάθι για τα άπλυτα

(ES)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La cesta de la ropa sucia está rebosando, ¡es hora de empezar a lavar!

ατομικός προστατευτικός εξοπλισμός, ατομικός εξοπλισμός προστασίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Necesitan traer su Equipo de Protección Personal a la clase.

ρούχα για το χιόνι

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στυλ ντυσίματος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μεταχειρισμένα ρούχα

Se dedican a la venta de ropa de segunda mano.

vintage ρούχα

συρμάτινη κρεμάστρα

τα καλά μου

(ρούχα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ρούχα της δουλειάς, ρούχα εργασίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καθημερινό ντύσιμο

locución nominal femenina

καθημερινό σύνολο

ντουλάπι στεγνώματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.

οίκος μόδας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Frank trabajaba como diseñador en una casa de modas.

layering

(καθομιλουμένη: ντύσιμο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

άντρας που ανήκει στην εργατική τάξη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καλάθι απλύτων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εσώρουχα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

στρωσίδια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

πολιτικά

(ρούχα)

εσώρουχα

(femenina) (γυναικεία ή κοριτσίστικα)

ρούχα από δεύτερο χέρι

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Compro ropa de segunda mano en tiendas de beneficencia; puedes encontrar gangas estupendas ahí.

αθλητικά ρούχα

No tengo ropa de deporte desde que era un chico e iba a la escuela.

πολιτικά ρούχα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Después de años de servicio militar, Juan estaba feliz de volver a vestir ropa de civil.

καλά ρούχα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
No me voy a poner la mejor ropa para lustrar los pisos.

υφάσματα, λευκά είδη, είδη νεωτερισμών

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επώνυμα ρούχα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Si quieres mi opinión, la ropa de diseño exclusivo me parecen una pérdida de dinero.

αθλητικά ρούχα

Si vamos a ir al lavadero tengo que sacar mi ropa deportiva del casillero.

vintage ρούχα

μαύρα

(ως ένδειξη πένθους)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

επίσημα ρούχα

Debes usar ropa formal para una entrevista de trabajo.

ρούχα εργασίας

locución nominal femenina

ντύνομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Niños ¿qué hacen en la cama? ¡Pónganse la ropa!
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ντυθείτε βρε παιδιά, μην τρέχετε έτσι τσίτσιδα στην παραλία!

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ropa στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του ropa

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.