Τι σημαίνει το issuing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης issuing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του issuing στο Αγγλικά.

Η λέξη issuing στο Αγγλικά σημαίνει διανέμω, εκδίδω, εκδίδω κτ σε κπ, εκδίδω κτ για κπ, εκδίδω κτ για κπ, εκδίδω κτ σε κπ, ζήτημα, θέμα, θέμα, ζήτημα, έκδοση, αντίτυπο, βγαίνω από κτ, έκδοση, εκροή, δημοσίευση, αποστολή, έκδοση, έκδοση, απόγονος, θέμα, διέξοδος, εκροή, προκύπτω, προέρχομαι από κτ, εκβάλλω σε κτ, εκπέμπω, υπό συζήτηση, προς εξέταση, παλαιότερο τεύχος, προηγούμενο τεύχος, φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα, φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα, οριζόντιο θέμα, ευαίσθητο ζήτημα, αποφεύγω το ζήτημα, καυτό θέμα, μετοχή υψηλής ζήτησης, μετοχή που πουλιέται σε υψηλή αξία, βγάζω διαταγή, εκδίδω διαταγή, αρνούμαι δημοσίως, βγάζω ανακοίνωση, εκδίδω ένταλμα, εκδίδω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ημερομηνία έκδοσης, ημερομηνία έκδοσης, σημαντικό θέμα, σημαντικό ζήτημα, βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα, θέμα υπό συζήτηση, υπό συζήτηση θέμα, προσφορά δικαιωμάτων, έκδοση δικαιωμάτων εγγραφής, προσφορά αγοράς μετοχών σε υπάρχοντες μετόχους, δευτερεύον θέμα, συνηθισμένος, καθιερωμένος, διαφωνώ με κτ/κπ, θέμα κοινής αποδοχής, αμφιλεγόμενο ζήτημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης issuing

διανέμω

transitive verb (distribute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They're going to issue new membership cards next month.
Θα δώσουν νέες κάρτες μελών τον άλλο μήνα.

εκδίδω

transitive verb (publish) (δημοσιεύω, επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He issued an apology for his remarks.
Εξέδωσε απολογία για τα σχόλιά του.

εκδίδω κτ σε κπ, εκδίδω κτ για κπ

(distribute [sth] to [sb])

The university issues identity cards to all its students.
Το πανεπιστήμιο εκδίδει ταυτότητες για όλους του τους φοιτητές.

εκδίδω κτ για κπ, εκδίδω κτ σε κπ

(give, send [sb] [sth])

The library issued me with a new card.
Στη βιβλιοθήκη μου έβγαλαν καινούρια κάρτα.

ζήτημα, θέμα

noun (problem, dispute) (πρόβλημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ownership of the land is the main issue.
Η ιδιοκτησία της γης είναι το κύριο ζήτημα (or: θέμα).

θέμα, ζήτημα

noun (question)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She's concerned about the issue of work place harassment.

έκδοση

noun (stamps) (γραμματόσημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
These stamps are a special coronation issue from 1953.
Αυτά τα γραμματόσημα είναι ειδική έκδοση της στέψης του 1953.

αντίτυπο

noun (publication: edition) (βιβλίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They printed a special issue of the book on high-quality paper.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αγόρασα ένα συλλεκτικό τεύχος του αγαπημένου μου περιοδικού.

βγαίνω από κτ

(be emitted)

Smoke issued from the chimney.
Καπνός βγήκε από την καμινάδα.

έκδοση

noun (distribution)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The town hall oversees the issue of liquor licenses.

εκροή

noun (emission) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Dead Sea is a lake with no issue.

δημοσίευση

noun (uncountable (promulgation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They're preparing the issue of a new statement.

αποστολή

noun (uncountable (sending out)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All these items are ready for issue.

έκδοση

noun (finance: bonds)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The government announced a new issue of bonds.

έκδοση

noun (finance: stock)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The board approved another issue of stock in the company.

απόγονος

noun (uncountable (offspring) (επίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He died without issue.

θέμα

noun (often plural (problems) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He has unresolved issues from his childhood.

διέξοδος

noun (outlet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They finally brought their arguments to an issue.

εκροή

noun (medicine: discharge) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She suffered from an issue of blood.

προκύπτω

(arise due to [sth]) (από, λόγω, εξαιτίας κλπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Many problems issued from that decision.

προέρχομαι από κτ

(be accrued)

A lot of profits issued from the investment.

εκβάλλω σε κτ

(flow into [sth])

The river issued into the sea.

εκπέμπω

transitive verb (emit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The oven issues enough heat to keep the room warm.

υπό συζήτηση, προς εξέταση

adverb (being discussed, in question)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At issue here are the psychological origins of criminal behaviour.

παλαιότερο τεύχος, προηγούμενο τεύχος

noun (magazine, etc.: earlier issue)

φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα

noun (urgent matter for discussion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Today's burning issue is deciding where to go for lunch.

φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα

noun (keenly-debated topic)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Religion is always a burning issue.

οριζόντιο θέμα

noun (affects multiple areas) (μεταφορικά)

ευαίσθητο ζήτημα

noun (sensitive matter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sexual impotency is a delicate issue which most men find difficult to discuss, even with their doctor.

αποφεύγω το ζήτημα

verbal expression (informal (be vague, obscure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καυτό θέμα

noun (subject getting a lot of attention) (μεταφορικά)

μετοχή υψηλής ζήτησης, μετοχή που πουλιέται σε υψηλή αξία

noun (finance: high-priced shares issue)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βγάζω διαταγή, εκδίδω διαταγή

verbal expression (give an order)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The general issued a command for his men to be ready for battle.

αρνούμαι δημοσίως

intransitive verb (deny publicly and formally)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When it was reported that Madonna had remarried, her publicist quickly issued a denial.

βγάζω ανακοίνωση

verbal expression (announce)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The FBI issued a statement denying that the journalist was under investigation.

εκδίδω ένταλμα

verbal expression (law: order [sth]) (νομικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκδίδω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων

verbal expression (law: put out a restraining order) (νομικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The celebrity was relieved when the judge issued an injunction against her stalker.

ημερομηνία έκδοσης

noun (library book: date borrowed)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ημερομηνία έκδοσης

noun (finance: date on which bond, security, insurance policy is issued)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημαντικό θέμα, σημαντικό ζήτημα

noun (crucial subject)

βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα

noun (central problem)

The main issue with the new airport is that it will cause a lot of noise pollution.

θέμα υπό συζήτηση

noun (matter being discussed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Global warming was the main point at issue of the conference.

υπό συζήτηση θέμα

noun (matter being discussed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That's good to know … but the question at issue is entirely different.

προσφορά δικαιωμάτων, έκδοση δικαιωμάτων εγγραφής, προσφορά αγοράς μετοχών σε υπάρχοντες μετόχους

noun (offer made to existing shareholders)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δευτερεύον θέμα

noun (topic not as important as main one)

συνηθισμένος, καθιερωμένος

adjective (typically given)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαφωνώ με κτ/κπ

verbal expression (disagree with)

She took issue with his claim of innocence.

θέμα κοινής αποδοχής

noun (politics: topic everyone agrees on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμφιλεγόμενο ζήτημα

noun (politics: controversial topic)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του issuing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του issuing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.